λώτινος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lotinos
|Transliteration C=lotinos
|Beta Code=lw/tinos
|Beta Code=lw/tinos
|Definition=η, ον, ([[λωτός]] III. I) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lotus]], ξύλον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.2.9</span>, <span class="bibl">5.5.6</span>; χόρτος <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.432.3</span> (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[made of lotus-wood]], ὑποθυμίδες <span class="bibl">Anacr.39</span>; κολεόν, μέγα λ. ἔργον <span class="bibl">Theoc.24.45</span>; <b class="b3">λ. αὐλοί</b> (cf. [[λωτός]] III. ''1'' a, b) <span class="bibl">Ath.4.182d</span>: hence <b class="b3">λ. ἀηδόνες</b>, of flutes, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>931</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[covered with lotus]], ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[made of the flowers of Nymphaea Nelumbo]] (cf. [[λωτός]] II), στέφανος <span class="bibl">Ath.15.677d</span>.</span>
|Definition=η, ον, ([[λωτός]] III. I)<br><span class="bld">A</span> [[lotus]], ξύλον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.2.9, 5.5.6; χόρτος ''PSI''4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.<br><span class="bld">II</span> [[made of lotus-wood]], ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; <b class="b3">λ. αὐλοί</b> (cf. [[λωτός]] III. ''1'' a, b) Ath.4.182d: hence <b class="b3">λ. ἀηδόνες</b>, of flutes, E.''Fr.''931.<br><span class="bld">2</span> [[covered with lotus]], ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.<br><span class="bld">3</span> [[made of the flowers of Nymphaea nelumbo]] (cf. [[λωτός]] II), στέφανος Ath.15.677d.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτῐνος Medium diacritics: λώτινος Low diacritics: λώτινος Capitals: ΛΩΤΙΝΟΣ
Transliteration A: lṓtinos Transliteration B: lōtinos Transliteration C: lotinos Beta Code: lw/tinos

English (LSJ)

η, ον, (λωτός III. I)
A lotus, ξύλον Thphr. HP 4.2.9, 5.5.6; χόρτος PSI4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.
II made of lotus-wood, ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr.931.
2 covered with lotus, ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.
3 made of the flowers of Nymphaea nelumbo (cf. λωτός II), στέφανος Ath.15.677d.

German (Pape)

[Seite 76] von Lotos gemacht, von Lotus; ξύλον, Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; ἔργον, Theocr. 24, 45.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait en bois de lotus.
Étymologie: λωτός.

Russian (Dvoretsky)

λώτῐνος: сделанный из древесины лотоса (κολεός Theocr. - v.l. μεγαλώνιμος).

Greek (Liddell-Scott)

λώτῐνος: -η, -ον, (λωτὸς) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· κολεός, μέγα λ. ἔργον Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς».

English (Slater)

λώτῐνος made of lotus wood αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.

Greek Monolingual

λώτινος, -ίνη, -ον (Α) λωτός
1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτόςλώτινον ξύλον», Θεόφρ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.)
3. ο κατάφυτος από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)
4. ο κατασκευασμένος με γαλάζια άνθη της νυμφαίας λωτού («στέφανος λώτινος», Αθήν.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώτινον
ονομασία διαφόρων δένδρων και θάμνων της Λιβύης, αλλ. λωτός
6. φρ. «λώτιναι ἀηδόνες»
μτφ. οι αυλοί.

Greek Monotonic

λώτῐνος: -η, -ον (λωτός), φτιαγμένος από ξύλο λωτού, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λώτῐνος, η, ον λωτός
made of lotus-wood, Theocr.