ὑλήεις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylieis
|Transliteration C=ylieis
|Beta Code=u(lh/eis
|Beta Code=u(lh/eis
|Definition=[ῡ], εσσα, εν, but [[ὑλήεις]] as fem. in <span class="bibl">Od.1.246</span>; [[ὑλήειν]] as neut., <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>2.214</span> H., cj. in <span class="bibl">Archil.74.9</span>; Dor. ὑλάεις (v. infr.): (ὕλη):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[woody]], [[wooded]], πρών <span class="bibl">Il.17.748</span>; [[Ζάκυνθος]], [[Νήϊον]], <span class="bibl">Od.1.246</span>, <span class="bibl">186</span>; [[ὄρος]], [[Ἴδη]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>484</span>, <span class="bibl">1010</span>; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1218</span> (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1303</span> (lyr.); <b class="b3">πλόος, ἀταρπὸς ὑ</b>., [[through the wood]] or [[dense growth]], <span class="bibl">Antim.62</span>, <span class="title">AP</span>10.22 (Bianor). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[dwelling in the woods]], ib.9.524.21.</span>
|Definition=[ῡ], εσσα, εν, but [[ὑλήεις]] as fem. in Od.1.246; [[ὑλήειν]] as neut., Choerob. ''in Theod.''2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. [[ὑλάεις]] (v. infr.): ([[ὕλη]]):—<br><span class="bld">A</span> [[woody]], [[wooded]], πρών Il.17.748; [[Ζάκυνθος]], [[Νήϊον]], Od.1.246, 186; [[ὄρος]], [[Ἴδη]], Hes.''Th.''484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.''Hel.''1303 (lyr.); <b class="b3">πλόος, ἀταρπὸς ὑ.</b>, [[through the wood]] or [[dense growth]], Antim.62, ''AP''10.22 (Bianor).<br><span class="bld">2</span> [[dwelling in the woods]], ib.9.524.21.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλήεις Medium diacritics: ὑλήεις Low diacritics: υλήεις Capitals: ΥΛΗΕΙΣ
Transliteration A: hylḗeis Transliteration B: hylēeis Transliteration C: ylieis Beta Code: u(lh/eis

English (LSJ)

[ῡ], εσσα, εν, but ὑλήεις as fem. in Od.1.246; ὑλήειν as neut., Choerob. in Theod.2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. ὑλάεις (v. infr.): (ὕλη):—
A woody, wooded, πρών Il.17.748; Ζάκυνθος, Νήϊον, Od.1.246, 186; ὄρος, Ἴδη, Hes.Th.484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα S.Aj.1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.Hel.1303 (lyr.); πλόος, ἀταρπὸς ὑ., through the wood or dense growth, Antim.62, AP10.22 (Bianor).
2 dwelling in the woods, ib.9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1177] εσσα, εν, holzig, waldig, waldreich; Hom. öfters, der es auch 2 Endgn braucht, Od. 1, 246; ἵν' ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1197; ἀν' ὑλάεντα νάπη, Eur. Hel. 1319. Auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524, 21).

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert de bois, boisé.
Étymologie: ὕλη.

Russian (Dvoretsky)

ὑλήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ὑλάεις, άεσσα, ᾶεν (ῡ; у Hom. f тж. ὑλήεις; стяж. acc. pl. n ὑλᾶντα)
1 лесистый (πρών Hom.; Ἴδη Hes.; νάπη Eur.);
2 обитающий в лесах, лесной (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλήεις: εσσα, εν, ἀλλὰ ὑλήεις ὡς θηλ. ἐν Ὀδ. Α. 246· Δωρ. ὑλάεις, συνῃρ. οὐδ. πληθ. ὑλᾶντα, ἴδε κατωτ.· (ὕλη)· - δασώδης, δρυμώδης, πρὼν Ἰλ. Ρ. 248· Ζάκυνθος, Νήιον Ὀδ. Α. 246, 186· ὄρος, Ἴδη Ἡσιόδ. Θεογ. 484. 1010· πρόβλημα Σοφ. Αἴ. 1218· ἀν’ ὑλᾶντα νάπη Εὐρ. Ἑλ. 1303 ἀταρπός, πλόος ὑλ., διὰ μέσου δάσους, Ἀνθ. Π. 10. 22, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 54. 2) ὁ ἐν δάσει κατοικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὑλάεις, -εσσα, -εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α
1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση
3. φρ. «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

ὑλήεις: -εσσα, -εν (ὕλη), επίσης ὑλήεις ως θηλ.· Δωρ. ὑλάεις, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλάεντα·
1. δασώδης, δρυμώδης, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· ἄταρπος ὑλήεσσα, μέσω του δάσους, σε Ανθ.
2. αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑλήεις, εσσα, εν [ὕλη]
1. woody, wooded, Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a path through the wood, Anth.
2. dwelling in the woods, Anth.