ὑπάτη: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypati
|Transliteration C=ypati
|Beta Code=u(pa/th
|Beta Code=u(pa/th
|Definition=(''[[sc.]]'' [[χορδή]]), ἡ, [[the highest of the three strings]] which formed the framework of the musical [[scale]] (opp. [[νεάτη]], [[μέση]]), but the [[lowest]] in [[pitch]], <span class="bibl">Philol.6</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>443d</span>, etc.; αἱ ὑπάται [[the highest tetrachord]], Anon.<span class="title">Oxy.</span>667.16; <b class="b3">τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν</b> raising of pitch from the [[low notes]], Antyll. ap. <span class="bibl">Orib. 6.10.7</span>; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>11</span>; <b class="b3">ὑπάτη ὑπατῶν</b> ibid. (but ὑ. ὑπάτων <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>4</span>).
|Definition=(''[[sc.]]'' [[χορδή]]), ἡ, [[the highest of the three strings]] which formed the framework of the musical [[scale]] (opp. [[νεάτη]], [[μέση]]), but the [[lowest]] in [[pitch]], Philol.6, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 443d, etc.; αἱ ὑπάται [[the highest tetrachord]], Anon.''Oxy.''667.16; <b class="b3">τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων.. ἐπίτασιν</b> raising of pitch from the [[low notes]], Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.''Harm.''11; <b class="b3">ὑπάτη ὑπατῶν</b> ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.''Harm.''4).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτη Medium diacritics: ὑπάτη Low diacritics: υπάτη Capitals: ΥΠΑΤΗ
Transliteration A: hypátē Transliteration B: hypatē Transliteration C: ypati Beta Code: u(pa/th

English (LSJ)

(sc. χορδή), ἡ, the highest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. νεάτη, μέση), but the lowest in pitch, Philol.6, Pl.R. 443d, etc.; αἱ ὑπάται the highest tetrachord, Anon.Oxy.667.16; τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων.. ἐπίτασιν raising of pitch from the low notes, Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.Harm.11; ὑπάτη ὑπατῶν ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.Harm.4).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde, la plus basse.
Étymologie: ὕπατος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάτη: (ᾰ) ἡ (sc. χορδή) крайняя струна (дававшая самый низкий тон) Plat., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ μῆκος) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε μέση, νεάτη), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. παρυπάτη, καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, ἔνθα ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ενν. χορδή) η μεγαλύτερη σε μήκος ή η υψηλότερη χορδή της λύρας, αλλά και η κατώτατη ως προς την οξύτητα του τόνου από τις τρεις χορδές που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ὑπάτη (χορδή) του επιθ. ὕπατος.

Greek Monotonic

ὑπάτη: (ενν. χορδή), ἡ, η χαμηλότερη νότα των τριών που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα (βλ. μέση, νεάτη), σε Πλάτ.

Middle Liddell


(sc. χορδή), the lowest note of the three which formed the Gr. scale (v. μέση, νεάτἠ, Plat.