περιμάσσω: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perimasso | |Transliteration C=perimasso | ||
|Beta Code=perima/ssw | |Beta Code=perima/ssw | ||
|Definition=Att. περιμάττω, < | |Definition=Att. [[περιμάττω]],<br><span class="bld">A</span> [[wipe all round]], <b class="b3">τὠφθαλμὼ τούτῳ</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῷ σύκῳ</b>) <b class="b3"> π.</b> Pherecr.132; τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Plu.2.976b; σπόγγῳ τι Aët.8.3, cf. Gal.12.840; τὸ πρόσωπον Sor.2.28:—Med., περιμάξασθαι τὸν κόλπον Id.1.61, cf. Philum. ap. Orib.45.29.44.<br><span class="bld">2</span> [[wipe off]], τὴν ἀκαθαρσίαν Dsc.5.94.<br><span class="bld">3</span> [[purify by magic]], Men.530.21, Ph.2.316, Plu.2.168d (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. περιμάττω,
A wipe all round, τὠφθαλμὼ τούτῳ (sc. τῷ σύκῳ) π. Pherecr.132; τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Plu.2.976b; σπόγγῳ τι Aët.8.3, cf. Gal.12.840; τὸ πρόσωπον Sor.2.28:—Med., περιμάξασθαι τὸν κόλπον Id.1.61, cf. Philum. ap. Orib.45.29.44.
2 wipe off, τὴν ἀκαθαρσίαν Dsc.5.94.
3 purify by magic, Men.530.21, Ph.2.316, Plu.2.168d (Pass.).
German (Pape)
[Seite 582] att. -ττω, ringsum abwaschen oder reinigen, Plut. de superst. 3 u. a. Sp., von magischen Reinigungen.
French (Bailly abrégé)
1 nettoyer ou purifier en frottant tout autour;
2 purifier en prononçant des formules magiques autour.
Étymologie: περί, μάσσω.
Russian (Dvoretsky)
περιμάσσω: атт. περιμάττω
1 очищать, чистить (τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Plut.);
2 очищать волшебными средствами Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάσσω: Ἀττ. -ττω· - ἀπομάττω ὁλόγυρα, σπογγίζω ὁλόγυρα, τὠφθαλμὼ τούτῳ (δηλ. τῷ σύκῳ) π. Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 3· τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Πλούτ. 2. 976Β· σπόγγῳ τι Γαλην. 2) διὰ μαγείας καθαρίζω, ἀπαλλάττω μαγικῆς ἐνεργείας δι’ ἁγνισμοῦ, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 1, Δημ. 313. 17, καὶ αὐτόθι ἴδε Dissen, Wyttenb. Πλούτ. 2. 166Α. ΙΙ. ἀποσπογγίζω, «σπόγγῳ ἐξ ὕδατος ψυχροῦ περίμασσε τὰ ἐκτὸς μέρη τοῦ χαλκώματος» Διοσκ. 1. 84 (σ. 89) ἔκδ. Kühn: τὰ δάκρυα Φωτ. Βιβλ. 469. 35. Πρβλ. ἀπομάσσω.
Greek Monolingual
Α
1. σκουπίζω γύρω γύρω, καθαρίζω ολόγυρα
2. καθαρίζω από μάγια, λύνω μάγια, ξορκίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μάσσω «σκουπίζω»].
Greek Monotonic
περιμάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σκουπίζω ολόγυρα, εξαγνίζω από μαγεία, απαλλάσσω με καθαρμό, σε Δημ.
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification, Dem.