εὐφρόσυνος: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=effrosynos | |Transliteration C=effrosynos | ||
|Beta Code=eu)fro/sunos | |Beta Code=eu)fro/sunos | ||
|Definition=η, ον, also ος, ον dub. in | |Definition=η, ον, also ος, ον dub. in ''AP''5.39.6 (Nicarch.), ''IGRom.'' 4.416 (Pergam.):—poet. and later Prose for [[εὔφρων]],<br><span class="bld">A</span> [[cheery]], [[merry]], Ptol.''Tetr.''166, Vett.Val.15.5, ''Sammelb.''411 (iii/iv A.D.). Adv. [[εὐφροσύνως]] = [[in good cheer]], Thgn.766.<br><span class="bld">II</span> Act., [[cheering]], [[making cheerful]], Dsc.4.127; νύξ Orph.''H.''3.5, etc.<br><span class="bld">2</span> [[εὐφρόσυνον]], τό, = [[βούγλωσσον]], Plin.''HN''25.81. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον dub. in AP5.39.6 (Nicarch.), IGRom. 4.416 (Pergam.):—poet. and later Prose for εὔφρων,
A cheery, merry, Ptol.Tetr.166, Vett.Val.15.5, Sammelb.411 (iii/iv A.D.). Adv. εὐφροσύνως = in good cheer, Thgn.766.
II Act., cheering, making cheerful, Dsc.4.127; νύξ Orph.H.3.5, etc.
2 εὐφρόσυνον, τό, = βούγλωσσον, Plin.HN25.81.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 joyeux;
2 qui réjouit.
Étymologie: εὔφρων.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐφρόσυνος, -η, -ον και -ος, -ον)
αυτός που ευφραίνει, που παρέχει ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίαση («βασιλεία... χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. φαιδρός, χαρούμενος («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐφρόσυνον
(κατά τον Πλίν.) το βούγλωσσον, φυτό που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το κρασί.
επίρρ...
ευφροσύνως (Α εὐφροσύνως)
με χαρά, με αγαλλίαση, εύθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φροσύνη, υποχωρητικός σχηματισμός].
Greek Monotonic
εὐφρόσῠνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί εὔφρων· επίρρ. -νως, εύθυμα, κεφάτα, με κέφι, σε Θέογν.
German (Pape)
η, ον, froh, εὐφροσύναις ἀοιδαῖς scol. Ath. XV.694d; Ep.adesp. 73 (aber Nicarch. Anth. Pal. V.40 steht εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας, in der Bdtg fröhlich machend) und Sp., s. Lobeck path. 231.
• adv., εὐφροσύνως διάγειν Theogn. 766.
Russian (Dvoretsky)
εὐφρόσῠνος: и 3 радостный Anth.