εὐπαρακολούθητος: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efparakoloythitos | |Transliteration C=efparakoloythitos | ||
|Beta Code=eu)parakolou/qhtos | |Beta Code=eu)parakolou/qhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπαρακολούθητον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to follow]], of a [[narrative]], [[argument]], etc., Plb.4.28.6, Hero ''Bel.''73.12, D.H.''Pomp.''6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1108a19. Adv. [[εὐπαρακολουθήτως]] = [[in a way easy to follow]] D.H.''Th.''37.<br><span class="bld">II</span> Act., [[quick to follow]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπαρακολούθητον,
A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist.EN1108a19. Adv. εὐπαρακολουθήτως = in a way easy to follow D.H.Th.37.
II Act., quick to follow, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on peut suivre facilement, facile à comprendre.
Étymologie: εὖ, παρακολουθέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαρᾰκολούθητος: легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ διήγησις Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου ἕνεκεν Arst. для легкости понимания.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαρακολούθητος, -ον)
(για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος
αρχ.
1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι
ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς».
επίρρ...
εὐπαρακολουθήτως (Α)
με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ακολουθώ (πρβλ. δυσ-παρ-ακολούθητος)].
Greek Monotonic
εὐπαρᾰκολούθητος: -ον (παρακολουθέω), αυτός που εύκολα μπορεί κάποιος να τον παρακολουθήσει, λέγεται για επιχείρημα, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-παρᾰκολούθητος, ον παρακολουθέω
easy to follow, of an argument, Arist.