εὔκομος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eykomos
|Transliteration C=eykomos
|Beta Code=eu)/komos
|Beta Code=eu)/komos
|Definition=ον, (κόμη) [[lovely-haired]], of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, <span class="bibl">Il.1.36</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>241</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.91</span>, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>5.45</span>; Σελήνη <span class="bibl">Epimenid.2</span>: in Prose, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>29</span>; [[well-fleeced]], εὔκομα μῆλα <span class="title">AP</span>9.363.20 (Mel.); [[with goodly foliage]], δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν <span class="bibl">Emp.127.2</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.51</span>.
|Definition=εὔκομον, ([[κόμη]]) [[lovely-haired]], of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, Il.1.36, Hes. ''Th.''241, Pi.''O.''6.91, ''P.''5.45; Σελήνη Epimenid.2: in Prose, Philostr.''Ep.''29; [[well-fleeced]], εὔκομα μῆλα ''AP''9.363.20 (Mel.); [[with goodly foliage]], δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν Emp.127.2, cf. Alex.Aphr.''Pr.''2.51.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] = [[εὐκόμης]], z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] = [[εὐκόμης]], z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομος:''' Επικ. ἠΰ-κ-, -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[ωραίο]] [[μαλλί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔκομος:''' Επικ. ἠΰ-κ-, -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[ωραίο]] [[μαλλί]], σε Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόμη]]<br />[[fair]]-haired, Hom., Hes.: of [[sheep]], well-fleeced, Anth.
|mdlsjtxt=[[κόμη]]<br />[[fair]]-haired, Hom., Hes.: of [[sheep]], well-fleeced, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκομος Medium diacritics: εὔκομος Low diacritics: εύκομος Capitals: ΕΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: eúkomos Transliteration B: eukomos Transliteration C: eykomos Beta Code: eu)/komos

English (LSJ)

εὔκομον, (κόμη) lovely-haired, of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, Il.1.36, Hes. Th.241, Pi.O.6.91, P.5.45; Σελήνη Epimenid.2: in Prose, Philostr.Ep.29; well-fleeced, εὔκομα μῆλα AP9.363.20 (Mel.); with goodly foliage, δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν Emp.127.2, cf. Alex.Aphr.Pr.2.51.

German (Pape)

[Seite 1075] = εὐκόμης, z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle toison.
Étymologie: εὖ, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομος: эп. ἠΰκομος 2
1 прекраснокудрый (Λητώ Hom.; θεοί Hes.);
2 прекраснорунный (μῆλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομος: Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, (κόμη) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· εὔμαλλος, εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, Πολυδ. Α΄, 229.

Greek Monolingual

εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)
1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος
2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)
3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)
β) καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύκομος, καλλίκομος].

Greek Monotonic

εὔκομος: Επικ. ἠΰ-κ-, -ον (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν ωραίο μαλλί, σε Ανθ.

Middle Liddell

κόμη
fair-haired, Hom., Hes.: of sheep, well-fleeced, Anth.