τρυσίππιον: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trysippion | |Transliteration C=trysippion | ||
|Beta Code=trusi/ppion | |Beta Code=trusi/ppion | ||
|Definition=τό, (τρύω) [[a mark branded on the jaw of a horse superannuated]] in the public service, | |Definition=τό, ([[τρύω]]) [[a mark branded on the jaw of a horse superannuated]] in the public service, Eup.318, cf. Zen.4.41: the metre of Eup. shows that [[τρυσίππειον]], as written in Ael.Dion.''Fr.''311, Poll. 7.186, ''EM''771.16, is incorrect.—The horse was τρύσιππος, ὁ, Theognost.''Can.''24. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, (τρύω) a mark branded on the jaw of a horse superannuated in the public service, Eup.318, cf. Zen.4.41: the metre of Eup. shows that τρυσίππειον, as written in Ael.Dion.Fr.311, Poll. 7.186, EM771.16, is incorrect.—The horse was τρύσιππος, ὁ, Theognost.Can.24.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσίππιον: τό, (τρύω) σημεῖον ὅπερ δι’ ἐγκαύματος ἐποίουν ἐπὶ τῆς γνάθου ἵππου μὴ δυναμένου πλέον ἐκ γήρατος νὰ χρησιμεύσῃ εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 17, πρβλ. Meineke εἰς Κράτητα ἐν «Σαμίοις» 2· ὁ στίχος τοῦ Εὐπόλ. δεικνύει ὅτι ἡ γραφὴ τρυσίππειον, ὡς φέρεται ἐν τῷ Ἀποσπ. Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1517. 9, Πολυδ. Ζ΄, 186, Ἐτυμ. Μεγ. 771, 16, εἶναι πλημμελής. ― Ὁ ἵππος ἐκαλεῖτο τρύσιππος, ὁ, «τρύσιππος ὁ γεγηρακώς ἵππος» Θεογνώστου Κανόνες 24. 23.
Greek Monolingual
και πιθ. τ. τρυσίππειον, τὸ, Α
σημάδι που έκαναν με έγκαυμα στη γνάθο αλόγου που ήταν πια άχρηστο για δημόσια υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + ἵππος.
German (Pape)
[ῡ], τό, das Zeichen, welcheseinem im Dienste des Staates abgenutzten Pferde auf den Kinnbacken eingebrannt wurde; Eupol. bei Phot.; Zenob. 4.41; Poll. 7.186.