σύμπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympiktos
|Transliteration C=sympiktos
|Beta Code=su/mphktos
|Beta Code=su/mphktos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[put together]], [[constructed]], [[framed]], οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων <span class="bibl">Hdt.4.190</span>; <b class="b3">πλαίσια ξ</b>. [[compact]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξύμπτυκτα]] in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 800</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[curdled]], σ. γάλα <span class="bibl">Philox.2.36</span>.</span>
|Definition=σύμπηκτον,<br><span class="bld">A</span> [[put together]], [[constructed]], [[framed]], οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; <b class="b3">πλαίσια ξ.</b> [[compact]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξύμπτυκτα]] in Ar.''Ra.'' 800.<br><span class="bld">2</span> [[curdled]], σ. γάλα Philox.2.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] [[in elkaar gezet]], [[gebouwd]].
|elnltext=σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] [[in elkaar gezet]], [[gebouwd]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπηκτος Medium diacritics: σύμπηκτος Low diacritics: σύμπηκτος Capitals: ΣΥΜΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmpēktos Transliteration B: sympēktos Transliteration C: sympiktos Beta Code: su/mphktos

English (LSJ)

σύμπηκτον,
A put together, constructed, framed, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; πλαίσια ξ. compact, f.l. for ξύμπτυκτα in Ar.Ra. 800.
2 curdled, σ. γάλα Philox.2.36.

German (Pape)

[Seite 987] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; γάλα, geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
solidement assemblé, solidement construit ; compact.
Étymologie: συμπήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] in elkaar gezet, gebouwd.

Russian (Dvoretsky)

σύμπηκτος:
1 сколоченный, сложенный, построенный (ἔκ τινος Her.);
2 плотный, твердый (πλαίσια Arph. - v.l. ξύμπτυκτος).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ συμπήγνυμι
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.

Greek Monotonic

σύμπηκτος: -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, συμπαγής, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπηκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) εἶναι διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον γάλα, πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.

Middle Liddell

σύμ-πηκτος, ον,
put together, constructed, framed, Hdt., Ar.