λυκοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lykoktonos
|Transliteration C=lykoktonos
|Beta Code=lukokto/nos
|Beta Code=lukokto/nos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wolf-slaying]], [[epithet]] of Apollo, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>6</span>, Plu.2.966a, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.22</span>, and v. [[Λύκειος; λ. φαρέτρη]] <span class="title">AP</span>13.22 (Phaedim.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> λυκοκτόνον, τό, [[wolf's-bane]], [[aconitum]], Gal.11.820.</span>
|Definition=λυκοκτόνον,<br><span class="bld">A</span> [[wolf-slaying]], [[epithet]] of [[Apollo]], S.''El.''6, Plu.2.966a, Porph.''Abst.''1.22, and v. [[Λύκειος; λ. φαρέτρη]] ''AP''13.22 (Phaedim.).<br><span class="bld">II</span> λυκοκτόνον, τό, [[wolf's-bane]], [[aconitum]], Gal.11.820.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοκτόνος Medium diacritics: λυκοκτόνος Low diacritics: λυκοκτόνος Capitals: ΛΥΚΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: lykoktónos Transliteration B: lykoktonos Transliteration C: lykoktonos Beta Code: lukokto/nos

English (LSJ)

λυκοκτόνον,
A wolf-slaying, epithet of Apollo, S.El.6, Plu.2.966a, Porph.Abst.1.22, and v. Λύκειος; λ. φαρέτρη AP13.22 (Phaedim.).
II λυκοκτόνον, τό, wolf's-bane, aconitum, Gal.11.820.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tueur de loups (Apollon);
2 τὸ λυκοκτόνον plante (sorte d'aconit) pour empoisonner les loups.
Étymologie: λύκος, κτείνω.

German (Pape)

Wölfe tötend, Apollo, dem Wölfe geopfert werden, Soph. El. 6; vgl. Paus. 2.19; – τὸ λυκοκτόνον, Wolfsgift, Galen.

Russian (Dvoretsky)

λῠκοκτόνος: убивающий волков (θεός Soph.; φαρέτρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων λύκους, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Ἠλ. 6· πρβλ. Παυσ. 2. 19, 4, Πλούτ. 2. 966Α· καὶ ἴδε Λύκειος· λ. φαρέτρη Ἀνθ. Π. 13. 22. ΙΙ. λυκοκτόνον, τό, φυτόν τι δηλητηριάζον τοὺς λύκους, ἀκόνιτον, Γαλην. 13, σ. 158.

Greek Monolingual

λυκοκτόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.)
2. (το αρσ.) επίθετο του Απόλλωνος («αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον
είδος φυτού με το οποίο δηλητηριάζονται οι λύκοι, το ακόνιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος, παιδοκτόνος.

Greek Monotonic

λῠκοκτόνος: ὁ (κτείνω), επίθ. του Απόλλωνα, φονιάς λύκων, σε Σοφ.

Middle Liddell

λῠκο-κτόνος, ὁ, κτείνω
epithet of Apollo, wolf-slayer, Soph.

English (Woodhouse)

slaying wolves

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)