ταχυεργός: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tachyergos | |Transliteration C=tachyergos | ||
|Beta Code=taxuergo/s | |Beta Code=taxuergo/s | ||
|Definition= | |Definition=ταχυεργόν,<br><span class="bld">A</span> [[doing]] or [[working quickly]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 28.79; [[ὀπός]] ib.29.157; [[epithet]] of Horus, ''Sammelb.''5620.14.<br><span class="bld">II</span> [[hasty]], App.''Pun.''47, ''BC''2.120, Adam.1.16. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ταχυεργόν,
A doing or working quickly, Nonn. D. 28.79; ὀπός ib.29.157; epithet of Horus, Sammelb.5620.14.
II hasty, App.Pun.47, BC2.120, Adam.1.16.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
prompt à exécuter, diligent ; en mauv. part expéditif.
Étymologie: ταχύς, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχυεργός: -όν, ὁ ταχέως ποιῶν τι ἢ ἐργαζόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 37. ΙΙ. ἄστατος, ἀσταθής, Ἀππ. Καρχηδ. 47, Ἐμφυλ. 2. 120, κλπ.
Greek Monolingual
-ό / ταχυεργός, -όν, ΝΜΑ
Ο γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργου
αρχ.
1. ευσπευσμένος, βιαστικός
2. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. θρασυεργός].
Greek Monotonic
τᾰχυεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει κάτι γρήγορα.