ψαμμίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psammitis
|Transliteration C=psammitis
|Beta Code=yammi/ths
|Beta Code=yammi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[from sand]], δόρπος <span class="title">AP</span>9.551 (Antiphil.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> (''[[sc.]]'' [[ἀριθμός]]) name of a treatise (<span class="title">Arenarius</span>) by Archimedes. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ὗς ψαμμῖτις [[sand]]-eel, <span class="bibl">Archestr.<span class="title">Fr.</span>22.2</span>.
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[from sand]], δόρπος ''AP''9.551 (Antiphil.).<br><span class="bld">2</span> (''[[sc.]]'' [[ἀριθμός]]) name of a treatise (''Arenarius'') by Archimedes.<br><span class="bld">II</span> ὗς ψαμμῖτις [[sand]]-eel, Archestr.''Fr.''22.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμῑ́της Medium diacritics: ψαμμίτης Low diacritics: ψαμμίτης Capitals: ΨΑΜΜΙΤΗΣ
Transliteration A: psammítēs Transliteration B: psammitēs Transliteration C: psammitis Beta Code: yammi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A from sand, δόρπος AP9.551 (Antiphil.).
2 (sc. ἀριθμός) name of a treatise (Arenarius) by Archimedes.
II ὗς ψαμμῖτις sand-eel, Archestr.Fr.22.2.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, fem. ψαμμῖτις, von Sand, sandig; δόρπος Antiphil. 45 (IX, 551); Archestr. bei Ath. VII, 327 f.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Russian (Dvoretsky)

ψαμμίτης: ου (ῑ) adj. m песчаный: ψαμμίτην δόρπον θημολογεῖν Anth. (о цапле) добывать себе пищу из песка; ὁ. Ψ. Псаммит (лат. Arenarius) (сочинение Архимеда об исчислении и выразимости неопределенно-больших чисел).

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξ ἄμμου, ἀμμώδης, Ἀνθ. Παλατ. 9, 551· ― ὄνομα πραγματείας τινὸς (Arenarius) τοῦ Ἀρχιμήδους. ΙΙ. ὗς ψαμμῖτις, ἔγχελυς τῆς ἄμμου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326F.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Α
νεοελλ.
(πετρογρ.) ιζηματογενές πέτρωμα αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με ορυκτή συνδετική ύλη (α. «αργιλικός ψαμμίτης» β. «ασβεστολιθικός ψαμμίτης» γ. «πυριτικός ψαμμίτης»)
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που αποτελείται από άμμο, αμμώδης
2. ως κύριο όν. Ψαμμίτης
(ενν. Αριθμός) τίτλος πραγματείας του Αρχιμήδους
3. φρ. «ὗς ψαμμῑτις» — χέλι που ζει στην άμμο (Αρχέστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + επίθημα -ίτης /-ῖτις (πρβλ. σεληνίτης)].

Greek Monotonic

ψαμμίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, αμμώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ψαμμῑ́της, ου, ὁ,
sand, sandy, Anth.