ἐπίχολος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epicholos
|Transliteration C=epicholos
|Beta Code=e)pi/xolos
|Beta Code=e)pi/xolos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[full of bile]], [[bilious]], πυρετοί <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>35</span>; [[splenetic]], [[ill-tempered]], <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>2.8.2</span>; ταῖς ὀργαῖς Plu.2.129c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[producing bile]], ποίη ἐπιχολωτάτη <span class="bibl">Hdt.4.58</span>.</span>
|Definition=ἐπίχολον,<br><span class="bld">A</span> [[full of bile]], [[bilious]], πυρετοί Hp.''Fract.''35; [[splenetic]], [[ill-tempered]], Philostr. ''VS''2.8.2; ταῖς ὀργαῖς Plu.2.129c.<br><span class="bld">II</span> Act., [[producing bile]], ποίη ἐπιχολωτάτη Hdt.4.58.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχολος Medium diacritics: ἐπίχολος Low diacritics: επίχολος Capitals: ΕΠΙΧΟΛΟΣ
Transliteration A: epícholos Transliteration B: epicholos Transliteration C: epicholos Beta Code: e)pi/xolos

English (LSJ)

ἐπίχολον,
A full of bile, bilious, πυρετοί Hp.Fract.35; splenetic, ill-tempered, Philostr. VS2.8.2; ταῖς ὀργαῖς Plu.2.129c.
II Act., producing bile, ποίη ἐπιχολωτάτη Hdt.4.58.

German (Pape)

[Seite 1004] gallig, voll Galle, gallsüchtig, σῶμα, Hippocr.; – ὀργαῖς ἐπίχολοι, zum Zorne geneigt, jähzornig, Plut.; σοφιστῶν θερμότατος καὶ ἐπιχολώτατος Philostr. Soph. 2, 8. – Akt., das Wachsen der Galle befördernd, ποίη ἐπιχολωτάτη Her. 4, 58; vgl. aber ἐπίχυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bilieux ; irascible;
2 qui produit de la bile;
Sp. ἐπιχολώτατος.
Étymologie: ἐπί, χολή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχολος:
1 досл. желчный, перен. полный желчи, раздражительный (ταῖς ὀργαῖς ἐ. Plut.);
2 увеличивающий количество желчи, желчегонный (ποίη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχολος: -ον, (χολὴ) πλήρης χολῆς, χολώδης, πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· μεταφ., ὀργίλος, εὐερέθιστος, Φιλόστρ. 580· ταῖς ὀργαῖς Πλούτ. 2. 129C. ΙΙ. ἐνεργ., γεννῶν, παράγων χολήν, ποίη ἐπιχολωτάτη Ἡρόδ. 4. 58, ὅπου προὐτάθη ἡ διόρθωσις ἐπιχυλοτάτη (ἐκ τοῦ χυλός), ἀλλ’ ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 16. 26.

Greek Monolingual

ἐπίχολος, -ον (Α)
1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)
2. ευερέθιστος, οργίλος
3. αυτός που παράγει χολή («τοῖσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπίχολος: -ον (χολή), Ενεργ., αυτός που παράγει χολή, ποίη ἐπιχολωτάτη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπί-χολος, ον χολή
act. producing bile, ποίη ἐπιχολωτάτη Hdt.