ἐντύφω: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=entyfo | |Transliteration C=entyfo | ||
|Beta Code=e)ntu/fw | |Beta Code=e)ntu/fw | ||
|Definition=[ῡ], fut. | |Definition=[ῡ], fut. -θύψω,<br><span class="bld">A</span> [[smoke]] as one does wasps, Ar.''V.''459:—Pass., [[smoulder]], [[be on fire]], Ph.1.455,al.<br><span class="bld">II</span> ἐντεθυμμέναι ἄμπελοι [[frost-bitten]], EM458.42. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], fut. -θύψω,
A smoke as one does wasps, Ar.V.459:—Pass., smoulder, be on fire, Ph.1.455,al.
II ἐντεθυμμέναι ἄμπελοι frost-bitten, EM458.42.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ῡ]
I 1ahumar, atufar σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου tú añadiendo a Esquines el de Selartio atúfalas (al coro de avispas), Ar.V.459 (cód.).
2 agr. socarrar, quemar part. perf. pas. socarrado por la helada ἀμπελῶνες ἐντεθυμμένοι EM 458.42G.
II en v. med.-pas.
1 humear, mantenerse como rescoldo τὸ γὰρ κεραύνιον πῦρ Ph.2.21, fig., de abstr., de la ἀπαιδευσία Ph.1.361, ἐντυφέσθω τι καλοκἀγαθίας ἐμπύρευμα ταῖς ψυχαῖς Ph.2.59, σπινθὴρ τῆς ἐπιθυμίας Chrys.Sac.3.10.89, de las pasiones, Ph.1.516.
2 abrasarse, sentir calor intenso como síntoma de una enfermedad, Ph.2.211.
German (Pape)
[Seite 859] darin schmauchen, glimmen lassen, übh. anzünden, Ar. Vesp. 459. – Pass., darin rauchen, glimmen, Sp.
French (Bailly abrégé)
1 enfumer;
2 enflammer ; Pass. brûler dans, couver sous.
Étymologie: ἐν, τύφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐντύφω: (ῡ) ирон. подкуривать, коптить (τινά Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντύφω: ῡ: μέλλ. -θύψω, καπνίζω τι ὡς καπνίζουσι τοὺς σφῆκας, πνίγω διὰ τοῦ καπνοῦ, καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου Ἀριστοφ. Σφ. 459. - Παθ., ὑποκαίομαι καπνίζων ἄνευ φλογός, κρυφοκαίω, σπινθὴρ καὶ ὁ βραχύτατος ἐντυφόμενος, ὅταν καταπνευσθείς, ζωπυρηθῇ, μεγάλην ἐξάτπτει πυρὰν Φίλων 1. 455.
Greek Monolingual
ἐντύφω (Α)
1. πνίγω με καπνό, καπνίζω κάτι
2. παθ. καίγομαι χωρίς να φαίνεται φλόγα, κρυφοκαίω
3. (παθ. μτχ. παρακμ.) ἐντεθυμμένος
παγόπληκτος.
Greek Monotonic
ἐντύφω: [ῡ], μέλ. -θύψω, καπνίζω κάτι, ρίχνω πάνω του καπνό, όπως κάνει κάποιος στις σφήκες, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -θύψω
to smoke as one does wasps, Ar.