στομαλίμνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomalimni
|Transliteration C=stomalimni
|Beta Code=stomali/mnh
|Beta Code=stomali/mnh
|Definition=ἡ, like [[λιμνοθάλαττα]], [[salt-water lake]], [[lagoon]], <span class="bibl">Str.4.1.8</span>, <span class="bibl">13.1.31</span>; <b class="b3">μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης</b> [[varia lectio|v.l.]] (ap. Sch.) in <span class="bibl">Il.6.4</span>.
|Definition=ἡ, like [[λιμνοθάλαττα]], [[salt-water lake]], [[lagoon]], Str.4.1.8, 13.1.31; <b class="b3">μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης</b> [[varia lectio|v.l.]] (ap. Sch.) in Il.6.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰλίμνη Medium diacritics: στομαλίμνη Low diacritics: στομαλίμνη Capitals: ΣΤΟΜΑΛΙΜΝΗ
Transliteration A: stomalímnē Transliteration B: stomalimnē Transliteration C: stomalimni Beta Code: stomali/mnh

English (LSJ)

ἡ, like λιμνοθάλαττα, salt-water lake, lagoon, Str.4.1.8, 13.1.31; μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης v.l. (ap. Sch.) in Il.6.4.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lac ou étang formé par les eaux de la mer, lagune;
2 lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.
Étymologie: στόμα, λίμνη.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰλίμνη: ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, λίμνη ἐκ θαλασσίου ὕδατος, λίμνη παρὰ τὴν παραλίαν, ἰχθυοτροφεῖον, Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ τύπος στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
έκταση με ήρεμο, σχεδόν λιμνάζον νερό, που με δίοδο επικοινωνεί με θάλασσα, με λίμνη ή με ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + λίμνη.

Greek Monotonic

στομᾰλίμνη: ἡ, λίμνη που έχει αλμυρό νερό καθώς τα ύδατά της συγκοινωνούν με τα θαλάσσια, κόλπος, σε Στράβ.· ομοίως στομάλιμνον, τό, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

στομᾰ-λίμνη, ἡ,
a salt-water lake, estuary, Strab.: so, στομάλιμνον, ου, τό, Theocr.