εὔκολπος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eykolpos | |Transliteration C=eykolpos | ||
|Beta Code=eu)/kolpos | |Beta Code=eu)/kolpos | ||
|Definition= | |Definition=εὔκολπον,<br><span class="bld">A</span> [[with beautiful bays]], Archestr.''Fr.''9.3.<br><span class="bld">2</span> [[in goodly folds]], of a net, ''AP''6.28 (Jul.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔκολπον,
A with beautiful bays, Archestr.Fr.9.3.
2 in goodly folds, of a net, AP6.28 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 1075] schönbusig, Φαλήρου ἀγκῶνες Archestr. bei Ath. VII, 285 b, wie ἠϊόνες Coluth. 228; λίνον, vom Segel, Iul. Aeg. 6 (VI, 28).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au beau sein;
2 bien arrondi;
3 qui forme un beau golfe.
Étymologie: εὖ, κόλπος.
Russian (Dvoretsky)
εὔκολπος: красиво закругленный (λίνον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολπος: -ον, ἔχων καλὸν κόλπον, ἐπὶ γυναικός, Χριστοδ. Ἔκφρ. 104. 2) μὲ καλὰς πτυχάς, ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 6. 28. 3) ἔχων καλοὺς κόλπους, ἐπὶ χώρας, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκολπος, -ον)
(για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια
αρχ.-μσν.
(για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχές
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόλπος.
Greek Monotonic
εὔκολπος: -ον, 1. αυτός που έχει καλό κόλπο, σε Ανθ.
2. καλά πτυχωμένος, λέγεται για δίχτυ, στον ίδ.
Middle Liddell
εὔ-κολπος, ον
1. with fair bosom, Anth.
2. in goodly folds, of a net, Anth.