μυελόεις: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myeloeis
|Transliteration C=myeloeis
|Beta Code=muelo/eis
|Beta Code=muelo/eis
|Definition=εσσα, εν, [[full of marrow]], σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα <span class="bibl">Od.9.293</span>; [[fat]], [[rich]], ὄστρεα μ. Matro ap.<span class="bibl">Ath.4.135a</span>; of chicken broth, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>59</span>.
|Definition=μυελόεσσα, μυελόεν, [[full of marrow]], σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Od.9.293; [[fat]], [[rich]], ὄστρεα μ. Matro ap.Ath.4.135a; of chicken broth, Nic.''Al.''59.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελόεις Medium diacritics: μυελόεις Low diacritics: μυελόεις Capitals: ΜΥΕΛΟΕΙΣ
Transliteration A: myelóeis Transliteration B: myeloeis Transliteration C: myeloeis Beta Code: muelo/eis

English (LSJ)

μυελόεσσα, μυελόεν, full of marrow, σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Od.9.293; fat, rich, ὄστρεα μ. Matro ap.Ath.4.135a; of chicken broth, Nic.Al.59.

German (Pape)

[Seite 213] εσσα, εν, markig, voll Mark, ὀστέα, Od. 9, 293; ὄστρεα, gallertartig, Matron bei Ath. IV, 135 a; vgl. ποτὸς ὄρνιθος, Nic. Al. 59, wo der Schol. erkl. τὸν ὡς μυελὸς γενόμενον ἐκ τῆς ἑψήσεως; daher = nahrhaft, fett.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plein de moelle.
Étymologie: μυελός.

Russian (Dvoretsky)

μῡελόεις: όεσσα, όεν наполненный мозгом (ὀστέα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μυελόεις: εσσα, εν, πλήρης μυελοῦ, σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Ὀδ. Ι. 293· παχύς, εὐτραφής, εὔσαρκος, ἢ μαλακός, τρυφερός, ὄστρεα μ. Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Α, πρβλ. Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 3. 638.

Greek Monolingual

μυελόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι
2. (κατ' επέκτ.) μαλακός, τρυφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].

Greek Monotonic

μυελόεις: -εσσα, -εν, γεμάτος από μυελό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μυελόεις, εσσα, εν
full of marrow, Od. [from μυελός