τετράδυμος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetradymos
|Transliteration C=tetradymos
|Beta Code=tetra/dumos
|Beta Code=tetra/dumos
|Definition=[ᾰ], ον, [[fourfold]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.181</span>; <b class="b3">τ. τίκτειν</b> to bear [[four at a birth]], <span class="bibl">Str.15.1.22</span>. (Cf. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]].)
|Definition=[ᾰ], ον, [[fourfold]], Opp.''C.''2.181; <b class="b3">τ. τίκτειν</b> to bear [[four at a birth]], Str.15.1.22. (Cf. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]].)
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράδῠμος Medium diacritics: τετράδυμος Low diacritics: τετράδυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΔΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrádymos Transliteration B: tetradymos Transliteration C: tetradymos Beta Code: tetra/dumos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fourfold, Opp.C.2.181; τ. τίκτειν to bear four at a birth, Str.15.1.22. (Cf. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος.)

German (Pape)

[Seite 1097] vierfaltig, vierfach, nach δίδυμος gebildet, Opp. Cyn. 2, 181.

Greek (Liddell-Scott)

τετράδῠμος: [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα ὁμοῦ, Στράβ. 695. (-δυμος εἶναι φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ κατάληξις, πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος, ὡσαύτως ἀμφίδυμος).

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράδυμος, -ον, Α
αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο
ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα της καλύπτρας του μεσεγκεφάλου που βρίσκονται πάνω και πίσω από τον υδραγωγό του Σύλβιους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράδυμα
τέσσερα παιδιά που προέρχονται από μία κύηση
3. φρ. «τετράδυμη κύηση» — κύηση στην οποία υπάρχουν τέσσερα παιδιά
αρχ.
(συν. για πράγματα όμοια που αποτελούν ένα σύνολο) ο τέσσερεις φορές όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + δυμος (< θ. του δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. πεντάδυμος].