ὑποφώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypofosko
|Transliteration C=ypofosko
|Beta Code=u(pofw/skw
|Beta Code=u(pofw/skw
|Definition== [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a32</span> ([[varia lectio|v.l.]]); τῆς ἡμέρας ὑ. <span class="bibl">D.S.13.18</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφ-]]).
|Definition== [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Arist.''Pr.''938a32 ([[varia lectio|v.l.]]); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφώσκω]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφώσκω Medium diacritics: ὑποφώσκω Low diacritics: υποφώσκω Capitals: ΥΠΟΦΩΣΚΩ
Transliteration A: hypophṓskō Transliteration B: hypophōskō Transliteration C: ypofosko Beta Code: u(pofw/skw

English (LSJ)

= ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v.l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφώσκω).

German (Pape)

ὑποφαύσκω, ein wenig od. allmälig licht od. hell werden, anfangen zu leuchten; DS. 13.18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. Probl. 25.5.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).

Greek Monolingual

ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.