ὑποδεξίη: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodeksii | |Transliteration C=ypodeksii | ||
|Beta Code=u(podeci/h | |Beta Code=u(podeci/h | ||
|Definition=ἡ, = [[ὑποδοχή]] | |Definition=ἡ, = [[ὑποδοχή]] 1.2, [[reception of a guest]], [[means of entertainment]], <b class="b3">πᾶσά τοί ἐσθ' ὑποδεξίη [ῑ]</b> Il.9.73. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = ὑποδοχή 1.2, reception of a guest, means of entertainment, πᾶσά τοί ἐσθ' ὑποδεξίη [ῑ] Il.9.73.
German (Pape)
[Seite 1214] ἡ, Aufnahme, bes. gastliche Bewirthung, auch der dazu gehörige Vorrath, Vermögen zur Aufnahme eines Gastes, πᾶσά τοι ἔσθ' ὑποδιξίη Il. 9, 73 [wo ι lang gebraucht ist].
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
préparatifs pour une réception ; réception.
Étymologie: ὑποδέξιος.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδεξίη: (ῑ) ἡ δέχομαι нужное для приема гостей, угощение: πᾶσά τοί ἐσθ᾽ ὑ. Hom. ты богат всякими припасами.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδεξίη: ἡ, ὡς τὸ ὑποδοχή, ἡ ὑποδοχὴ καὶ περιποίησις ξένου, μέσα ὑποδοχῆς, πᾶσα τοι ἔσθ’ ὑποδεξίη [ῑ] Ἰλ. Ι. 73.
English (Autenrieth)
(δέχομαι): hospitable welcome, Il. 9.73†. The ῖ is a necessity of the rhythm.
Greek Monolingual
ἡ, Α ὑποδέξιος
τα μέσα με τα οποία περιποιείται κανείς έναν φιλοξενούμενο.
Greek Monotonic
ὑποδεξίη: ἡ, όπως το ὑποδοχή, υποδοχή και περιποίηση ενός ξένου, φιλοξενουμένου, μέσα, τρόποι φιλοξενίας, περιποίησης ξένων, πᾶσά τοι ἐσθ' ὑποδεξίη (ῑ, χάριν μέτρου), σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὑποδεξίη, ἡ, like ὑποδοχή
the reception of a guest, means of entertainment, πᾶσά τοι ἔσθ' ὑποδεξίη [ῑ, metri grat.], Il.
Frisk Etymology German
ὑποδεξίη: {hupodeksíē}
See also: s. δέχομαι.
Page 2,972