πολιόχρως: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poliochros | |Transliteration C=poliochros | ||
|Beta Code=polio/xrws | |Beta Code=polio/xrws | ||
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[white-coloured]], κύκνος | |Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[white-coloured]], κύκνος E.''Ba.''1365 (sed leg. <b class="b3">κηφῆνα πολιόχρων</b>); μεμβράδες Ar.''Fr.''137. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολιόχρως -ωτος [[[πολιός]], [[χρώς]]] [[met witte kleur]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, white-coloured, κύκνος E.Ba.1365 (sed leg. κηφῆνα πολιόχρων); μεμβράδες Ar.Fr.137.
German (Pape)
[Seite 656] ωτος, mit grauer, weißlicher Haut, mit weißem Leibe; κύκνος, Eur. Bacch. 1359; πολιόχρωσι, Ar. bei Ath. VII, 287 d.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
à une couleur grisâtre ou blanche, particul. :
1 aux cheveux blancs;
2 au plumage blanc.
Étymologie: πολιός, χρώς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιόχρως -ωτος [πολιός, χρώς] met witte kleur.
Russian (Dvoretsky)
πολιόχρως: ωτος adj. πολιός белоцветный, белый (κύκνος Eur.).
Greek Monolingual
-ωτος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα
2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό-χρως, μελανό-χρως)].
Greek Monotonic
πολιόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, λευκόχρωμος, λευκός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολιόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα πολιόν, λευκόχρους, Εὐρ. Βάκχ. 1364· βεμβράδες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 179.