χιονοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chionotrofos | |Transliteration C=chionotrofos | ||
|Beta Code=xionotro/fos | |Beta Code=xionotro/fos | ||
|Definition= | |Definition=χιονοτρόφον, = [[χιονοθρέμμων]], Ἀρτέμιδος -τρόφον ὄμμα Κιθαιρών E.''Ph.''802 (hex.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
χιονοτρόφον, = χιονοθρέμμων, Ἀρτέμιδος -τρόφον ὄμμα Κιθαιρών E.Ph.802 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1356] Schnee nährend, hegend, wie χιονοθρέμμων, Κιθαιρών Eur. Phoen. 809.
Russian (Dvoretsky)
χιονοτρόφος: покрытый снегом, снеговой (Κιθαιρών Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χιονοτρόφος: -ον, χιονοθρέμμων, ὦ ζαθέων πετάλων πολυθηρότατον νάπος Ἀρτέμιδος χιονοτρόφον ὄμμα Κιθαιρὼν Εὐρ. Φοίν. 803.
Greek Monolingual
-ον, Α
χιονοθρέμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].
Greek Monotonic
χῐονοτρόφος: -ον, = χῐονοθρέμμων, σε Ευρ.
Middle Liddell
χιονο-τρόφος, ον, = χιονοθρέμμων, Eur.]