μύρτων: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrton | |Transliteration C=myrton | ||
|Beta Code=mu/rtwn | |Beta Code=mu/rtwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, (μύρτον ''ΙΙ'') nickname of [[ | |Definition=ωνος, ὁ, ([[μύρτον]] ''ΙΙ'') nickname of a [[debauchee]], Luc.''Lex.''12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (μύρτον ΙΙ) nickname of a debauchee, Luc.Lex.12.
German (Pape)
[Seite 222] ωνος, ὁ, Spottname eines Weichlings, Luc. Lexinh. 12.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
délicat, efféminé.
Étymologie: μύρτος.
Russian (Dvoretsky)
μύρτων: ωνος adj. m презр. изнеженный, томный (νεανίσκος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μύρτων: -ωνος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα θηλυδρίου, Λουκ. Λεξιφ. 12.
Greek Monolingual
μύρτων, ὁ (Α)
σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ων (πρβλ. κισσών, κοπρών)].