ἀμάθητος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amathitos
|Transliteration C=amathitos
|Beta Code=a)ma/qhtos
|Beta Code=a)ma/qhtos
|Definition=ον, = [[ἀμαθής]], <span class="bibl">Phryn.Com.8</span>; ἀ. γραμμάτων <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>6</span>.
|Definition=ἀμάθητον, = [[ἀμαθής]], Phryn.Com.8; ἀ. γραμμάτων Procop.''Arc.''6.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάθητος Medium diacritics: ἀμάθητος Low diacritics: αμάθητος Capitals: ΑΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: amáthētos Transliteration B: amathētos Transliteration C: amathitos Beta Code: a)ma/qhtos

English (LSJ)

ἀμάθητον, = ἀμαθής, Phryn.Com.8; ἀ. γραμμάτων Procop.Arc.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
ignorante Phryn.Com.8, γραμμάτων ἁπάντων analfabeto Procop.Arc.6.11.

German (Pape)

[Seite 114] Sp., dasselbe, Phryn. com. B. A. 79; γραμμάτων Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάθητος: -ον, = ἀμαθής, Φρυν. Κωμ. ἐν «Κόννῳ» 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμάθητος, -ον)
αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε κανείς
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος
3. απονήρευτος, αγνός
4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν διαδόθηκε, ακοινολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαθητός < ἔμαθον, μανθάνω.