ἐτνήρυσις: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etnirysis | |Transliteration C=etnirysis | ||
|Beta Code=e)tnh/rusis | |Beta Code=e)tnh/rusis | ||
|Definition=εως, ἡ, ([[ἀρύω]] A) [[soup-ladle]], | |Definition=-εως, ἡ, ([[ἀρύω]] A) [[soup-ladle]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''245, ''Fr.''779. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀρύω A) soup-ladle, Ar.Ach.245, Fr.779.
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen (ἀρύω), Ar. Ach. 245; VLL.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἔτνος, ἀρύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐτνήρῠσις: εως ἡ разливательная ложка, черпак Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) κοχλιάριον δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ ἔτνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. ἐτνοδόνος καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ἐτνήρυσις, ἡ (Α)
κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το -η αντί ε- λόγω της συνθέσεως].
Greek Monotonic
ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ (ἀρύω), κουτάλα για ανακάτεμα ζωμού, σε Αριστοφ.