συζητητής: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3, $4$5 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syzititis
|Transliteration C=syzititis
|Beta Code=suzhthth/s
|Beta Code=suzhthth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <b class="b2">joint inquirer: disputant</b>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>1.20</span>.
|Definition=συζητητοῦ, ὁ, joint inquirer: disputant, ''1 Ep.Cor.''1.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] [[deelnemer aan discussie]], [[debater]], [[redenaar]].
|elnltext=συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] [[deelnemer aan discussie]], [[debater]], [[redenaar]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζητητής Medium diacritics: συζητητής Low diacritics: συζητητής Capitals: ΣΥΖΗΤΗΤΗΣ
Transliteration A: syzētētḗs Transliteration B: syzētētēs Transliteration C: syzititis Beta Code: suzhthth/s

English (LSJ)

συζητητοῦ, ὁ, joint inquirer: disputant, 1 Ep.Cor.1.20.

German (Pape)

[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N. T.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se livre à des recherches ou à des discussions.
Étymologie: συζητέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] deelnemer aan discussie, debater, redenaar.

Russian (Dvoretsky)

συζητητής: οῦ ὁ участник изыскания, т. е. исследователь NT.

Greek (Liddell-Scott)

συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.

English (Strong)

from συζητέω; a disputant, i.e. sophist: disputer.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνζητητης (cf. σύν, II. at the end)), συζητητου, ὁ (συζητέω), a disputer, i. e. a learned disputant, sophist: Ignatius ad Ephesians 18 [ET] (quotation).)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν συζητῶ
1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητήςείναι καλός συζητητής»)
2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.

Greek Monotonic

συζητητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· συνομιλητής, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

συζητητής, οῦ, ὁ, [from συζητέω
a joint inquirer: a disputer, NTest.

Chinese

原文音譯:suzhtht»j 需-色帖帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-尋求(者)
字義溯源:爭論者,辯論者,辯士;源自(συζητέω)=共同的調查),由 (482*=同)與(ζητέω)*=尋求)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 辯士(1) 林前1:20