πάνετες: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panetes
|Transliteration C=panetes
|Beta Code=pa/netes
|Beta Code=pa/netes
|Definition=Adv., (ἔτος) [[all the year long]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.20</span>.
|Definition=Adv., ([[ἔτος]]) [[all the year long]], Pi.''P.''1.20.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνετες Medium diacritics: πάνετες Low diacritics: πάνετες Capitals: ΠΑΝΕΤΕΣ
Transliteration A: pánetes Transliteration B: panetes Transliteration C: panetes Beta Code: pa/netes

English (LSJ)

Adv., (ἔτος) all the year long, Pi.P.1.20.

French (Bailly abrégé)

adv.
durant toute l'année.
Étymologie: πᾶν, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

πάνετες: (ᾰ) adv. в течение всего года, круглый год Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πάνετες: Ἐπίρρ. (ἔτος) ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος, Πινδ. Π. 1. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 338.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους, ολοχρονίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ετες, ουδ. του -ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά-ετες,, τρί-ετες. Ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση του τ.].

Greek Monotonic

πάνετες: επίρρ. (ἔτος), στη διάρκεια όλου του χρόνου, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἔτος
all the year long, Pind.