πειθός: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peithos
|Transliteration C=peithos
|Beta Code=peiqo/s
|Beta Code=peiqo/s
|Definition=ή, όν, = [[πιθανός]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>2.4</span>.
|Definition=πειθή, πειθόν, = [[πιθανός]], ''1 Ep.Cor.''2.4.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθός Medium diacritics: πειθός Low diacritics: πειθός Capitals: ΠΕΙΘΟΣ
Transliteration A: peithós Transliteration B: peithos Transliteration C: peithos Beta Code: peiqo/s

English (LSJ)

πειθή, πειθόν, = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειθός -ή -όν overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

πειθός: убедительный (σοφίας λόγοι NT).

English (Strong)

from πείθω; persuasive: enticing.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
πιθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ός].

Greek Monotonic

πειθός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πιθανός, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.

Middle Liddell

πειθός, ή, όν late form of πιθανός, NTest.]

Chinese

原文音譯:peiqÒj 胚拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:能勸導的
字義溯源:善於勸導的,似真實的,可信的,誘惑的,委婉的;源自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)。參讀 (ἐπακούω)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 委婉的(1) 林前2:4

French (New Testament)

ή, όν c. πιθανός

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande