ἐνθεματίζω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthematizo | |Transliteration C=enthematizo | ||
|Beta Code=e)nqemati/zw | |Beta Code=e)nqemati/zw | ||
|Definition=[[engraft]], | |Definition=[[engraft]], Gp.10.23.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:38, 25 August 2023
English (LSJ)
engraft, Gp.10.23.4.
Spanish (DGE)
1 bot. injertar τὰ τοιαῦτα (γένη) Gp.10.23.4, εἰ δέ τις τὰ ἀππίδια ἐνθεματίσει εἰς συκάμινον Gp.10.76.2, en v. pas. Gp.10.76.1.
2 introducir, aplicar κολλύρας τρεῖς Afric.Cest.1.12.19 (cód.), ταύτην (sc. ψηφῖδα) εἰς γῆν Epiph.Const.Haer.76.26.12.
German (Pape)
[Seite 841] einsetzen, pfropfen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεματίζω: ἐγκεντρίζω, Γεωπ. 10. 23, 4. Ἴδε σημ. ἐκδότου ἐν τόπῳ. Πρβλ. Ἐπιφάν. ΙΙ. 569Α.
Greek Monolingual
(Α ἐνθεματίζω)
ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω
νεοελλ.
συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω
αρχ.
βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω.