Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυμφαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nymfaios
|Transliteration C=nymfaios
|Beta Code=numfai=os
|Beta Code=numfai=os
|Definition=α, ον, (νύμφη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[sacred to the Nymphs]], σκοπιαί <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>447</span>(lyr.); νᾶμα <span class="title">AP</span>14.71; δρυες <span class="bibl">Tryph.324</span>; <b class="b3">νυμφαία λιβάς</b> [[pure spring]] water, prob.l. in <span class="bibl">Antiph.52.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">νυμφαῖον, τό,</b> [[sanctuary of the Nymphs]], IG 11(2).144<span class="title">A</span>91 (Delos, iv B. C.), <span class="title">CIG</span>4616 (Syria, ii A. D.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>7</span>, etc.: Boeot. νυνφῆον <span class="title">Schwyzer</span> 485.6 (Thespiae, iii B. C.); esp. [[fountain with architectural background]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>8.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">ν. πτέρις</b>, = [[θηλυπτερίς]], Dsc.4.185; = [[δρυοπτερίς]], Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>216</span> (lyr.): fort. [[νύμφαν]].]</span>
|Definition=α, ον, ([[νύμφη]])<br><span class="bld">A</span> of or [[sacred to the Nymphs]], σκοπιαί E.''El.''447(lyr.); νᾶμα ''AP''14.71; δρυες Tryph.324; <b class="b3">νυμφαία λιβάς</b> [[pure spring]] water, prob.l. in Antiph.52.13.<br><span class="bld">II</span> [[νυμφαῖον]], τό, [[sanctuary of the Nymphs]], IG 11(2).144''A''91 (Delos, iv B. C.), ''CIG''4616 (Syria, ii A. D.), Plu.''Alex.''7, etc.: Boeot. [[νυνφῆον]] ''Schwyzer'' 485.6 (Thespiae, iii B. C.); esp. [[fountain with architectural background]], Philostr.''VA''8.12.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ν. πτέρις</b>, = [[θηλυπτερίς]], Dsc.4.185; = [[δρυοπτερίς]], Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in E.''IT''216 (lyr.): fort. [[νύμφαν]].]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφαῖος Medium diacritics: νυμφαῖος Low diacritics: νυμφαίος Capitals: ΝΥΜΦΑΙΟΣ
Transliteration A: nymphaîos Transliteration B: nymphaios Transliteration C: nymfaios Beta Code: numfai=os

English (LSJ)

α, ον, (νύμφη)
A of or sacred to the Nymphs, σκοπιαί E.El.447(lyr.); νᾶμα AP14.71; δρυες Tryph.324; νυμφαία λιβάς pure spring water, prob.l. in Antiph.52.13.
II νυμφαῖον, τό, sanctuary of the Nymphs, IG 11(2).144A91 (Delos, iv B. C.), CIG4616 (Syria, ii A. D.), Plu.Alex.7, etc.: Boeot. νυνφῆον Schwyzer 485.6 (Thespiae, iii B. C.); esp. fountain with architectural background, Philostr.VA8.12.
III ν. πτέρις, = θηλυπτερίς, Dsc.4.185; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in E.IT216 (lyr.): fort. νύμφαν.]

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.
Étymologie: νύμφη.

German (Pape)

den Nymphen gehörig, ihnen heilig; νυμφαίας σκοπιάς, Eur. El. 447; νᾶμα, Ep.adesp. 240 (XIV.71); andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

νυμφαῖος: населенный нимфами или посвященный нимфам (σκοπιαί Eur.; νᾶμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφαῖος: -α, -ον, (νύμφη) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447· νᾶμα Ἀνθ. Π. 14. 71· νυμφαία λιβάς, καθαρὸν πηγαῖον ὕδωρ, πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. ἔνθα ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νυμφαῖος, -αία, -ον) Νύμφα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.)
2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν)
ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. κρήνη, βρύση, πηγή με αρχιτεκτονικό βάθος
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νυμφαῖα
εορτή προς τιμήν τών Νυμφών
3. φρ. α) «νυμφαία πτέρις»
i) το φυτό θηλυπτερίς. ii) το φυτό δρυοπτερίς. β) «νυμφαία λιβάς». πηγαίο, καθαρό νερό.

Greek Monotonic

νυμφαῖος: -α, -ον (νύμφη), αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στις Νύμφες, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

νυμφαῖος, η, ον νύμφη
of or sacred to the nymphs, Eur., Anth.