χωστός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chostos
|Transliteration C=chostos
|Beta Code=xwsto/s
|Beta Code=xwsto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[made by earth thrown up]], ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>414</span>; στενὴ καὶ χωστὴ πάροδος <span class="bibl">Plb.4.61.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[buried]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>9.330</span>.</span>
|Definition=χωστή, χωστόν,<br><span class="bld">A</span> [[made by earth thrown up]], ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται E.''Rh.''414; στενὴ καὶ χωστὴ πάροδος Plb.4.61.7.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[buried]], Tz.''H.''9.330.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωστός Medium diacritics: χωστός Low diacritics: χωστός Capitals: ΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: chōstós Transliteration B: chōstos Transliteration C: chostos Beta Code: xwsto/s

English (LSJ)

χωστή, χωστόν,
A made by earth thrown up, ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται E.Rh.414; στενὴ καὶ χωστὴ πάροδος Plb.4.61.7.
II of persons, buried, Tz.H.9.330.

German (Pape)

[Seite 1389] adj. verb. von χώννυμι, aufgeschüttet, τάφοι Eur. Rhes. 414; verschüttet, aufgeworfen, gedämmt, Pol. 4, 61, 7 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fait de terres amoncelées;
2 construit ou dirigé en forme de jetée.
Étymologie: χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

χωστός: [adj. verb. к χώννυμι насыпанный, построенный из земли (τάφος Eur.; πάροδος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

χωστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ σχηματισθεὶς διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως χώματος, χωστὴ καὶ στενὴ πάροδος Πολύβ. 4. 61, 7. ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται = ἐν χώμασι, ἐν τύμβοις, Εὐρ. Ρῆσ. 414. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ σχηματίζων ἀνοίγματα, ὀπὰς ἢ δρόμους ἐντὸς τῆς γῆς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 328.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωστός, -ή, -όν, ΝΜΑ χώννυμι / χώνω]
αυτός που σχηματίστηκε με την επισώρευση χώματος
νεοελλ.
1. αυτός που μετά από έμπηξη στη γη εισχωρεί σε μεγάλο βάθος
2. (ιδίως για υποδήματα) αυτός που καλύπτει ολόκληρο το επάνω μέρος του ποδιού
3. μτφ. α) κρυμμένος σε βάθος, καταχωνιασμένος
β) ύπουλος
μσν.
1. αυτός που σχηματίζει οπές μέσα στη γη
2. (για πρόσ.) θαμμένος.
επίρρ...
χωστά Ν
(κυρίως μτφ.)
1. κρυφά, μυστικά
2. ύπουλα.

Greek Monotonic

χωστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., σχηματισμένος από συσσώρευση χώματος, σε Ευρ.

Middle Liddell

χωστός, ή, όν verb. adj.]
made by earth thrown up, Eur.

English (Woodhouse)

banked up with earth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)