νευρώδης: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nevrodis | |Transliteration C=nevrodis | ||
|Beta Code=neurw/dhs | |Beta Code=neurw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=νευρῶδες,<br><span class="bld">A</span> = [[νευροειδής]], [[sinewy]], Hp.''VM''22 (Comp.); τένοντες Id.''Art.''30; κεφαλή Pl.''Ti.''75b; φλέψ Arist.''HA''497a14, al.; μέρη [[Theophrastus]] ''Lass.''3 (Sup.); τόποι D.S. 2.56; ὀχετοί Aret.''SD''2.3; [[muscular]], [[strong]], Dicaearch. Hist.''Fr.''10 M.; <b class="b3">τὸ ν.</b> the [[sinewy parts]], Antyll. ap. Orib.6.27.3, Gal.1.320, Orib. 5.29.7.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ν.</b> the [[nervous system]], Gal.19.538. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
νευρῶδες,
A = νευροειδής, sinewy, Hp.VM22 (Comp.); τένοντες Id.Art.30; κεφαλή Pl.Ti.75b; φλέψ Arist.HA497a14, al.; μέρη Theophrastus Lass.3 (Sup.); τόποι D.S. 2.56; ὀχετοί Aret.SD2.3; muscular, strong, Dicaearch. Hist.Fr.10 M.; τὸ ν. the sinewy parts, Antyll. ap. Orib.6.27.3, Gal.1.320, Orib. 5.29.7.
II τὸ ν. the nervous system, Gal.19.538.
German (Pape)
[Seite 248] ες, voll Sehnen, nervig, kräftig; κεφαλή, Plat. Tim. 75 b; Arist. part. an. 3, 3; Luc. rhet. praec. 9; bes. Medic.
Russian (Dvoretsky)
νευρώδης:
1 состоящий из сухожилий (φλέψ Arst.);
2 богатый сухожилиями (κεφαλή Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
νευρώδης: -ες, = νευροειδής, πλήρης νεύρων, ἰσχυρός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· τένων ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν σύστημα, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ νευρώδης, -ῶδες) νεύρον
1. γεμάτος νεύρα, μυώδης
2. δυνατός, ισχυρός
νεοελλ.
πολύ έντονος, γεμάτος ζωτικότητα («νευρώδες ύφος»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νευρῶδες
α) το σημείο του σώματος που έχει πολλά νεύρα
β) το νευρικό σύστημα.