πλανώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=planodis
|Transliteration C=planodis
|Beta Code=planw/dhs
|Beta Code=planw/dhs
|Definition=πλανώδες,<br><span class="bld">A</span> [[wandering]], esp.<br><span class="bld">1</span> = [[πλάνης]] 1.3, πυρετοί Hp. ''Coac.''582.<br><span class="bld">2</span> [[liable to slip]], of ligatures, Id.''Off.''9 (Sup.); ἄρθρον Id.''Fract.''45 (Comp.); of the womb, Aret.''SA''2.11.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[rambling]], <b class="b3">γνώμη π.</b> Id.''SA''2.11 (Comp.). Adv. [[πλανωδῶς]] Phld.''Lib.''p.32 O.
|Definition=πλανῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[wandering]], esp.<br><span class="bld">1</span> = [[πλάνης]] 1.3, πυρετοί Hp. ''Coac.''582.<br><span class="bld">2</span> [[liable to slip]], of ligatures, Id.''Off.''9 (Sup.); ἄρθρον Id.''Fract.''45 (Comp.); of the womb, Aret.''SA''2.11.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[rambling]], <b class="b3">γνώμη π.</b> Id.''SA''2.11 (Comp.). Adv. [[πλανωδῶς]] Phld.''Lib.''p.32 O.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνώδης Medium diacritics: πλανώδης Low diacritics: πλανώδης Capitals: ΠΛΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: planṓdēs Transliteration B: planōdēs Transliteration C: planodis Beta Code: planw/dhs

English (LSJ)

πλανῶδες,
A wandering, esp.
1 = πλάνης 1.3, πυρετοί Hp. Coac.582.
2 liable to slip, of ligatures, Id.Off.9 (Sup.); ἄρθρον Id.Fract.45 (Comp.); of the womb, Aret.SA2.11.
3 metaph., rambling, γνώμη π. Id.SA2.11 (Comp.). Adv. πλανωδῶς Phld.Lib.p.32 O.

German (Pape)

[Seite 625] ες, = πλανητικός, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλανώμενος, πυρετοὶ (ἴδε πλάνης Ι. 3), Ἱππ. 216Β. 2) ὁ εὐκόλως κινούμενος ἢ διολισθαίνων, ἐπὶ ἐπιδέσμων, ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 743· πλ. ἄρθρον Ἀγμ. 778. 3) μεταφορ., γνώμη πλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ πλάνη
μτφ. ασταθής, αβέβαιος
αρχ.
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος
2. (ιδίως για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς
3. (ιδίως για επιδέσμους και για τη μήτρα) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει.
επίρρ...
πλανωδῶς Α
με πλανώδη τρόπο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλανώδης -ες [πλάνη] instabiel, beweeglijk (van gewrichten, van verbandmateriaal). Hp. onregelmatig (van koorts). Hp.