νιτρώδης: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nitrodis | |Transliteration C=nitrodis | ||
|Beta Code=nitrw/dhs | |Beta Code=nitrw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=νιτρῶδες (Att. [[λιτρώδης]] Pl.''Ti.''65e),<br><span class="bld">A</span> [[like]] νίτρον, δύναμις Arist.''Pr.''936a2; [[impregnated with]] ν., τὰ ν. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.5.1, ''Od.''65.<br><span class="bld">2</span> [[alkaline]], of mineral springs, Gal.11.387.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι ''IG''14.892. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
νιτρῶδες (Att. λιτρώδης Pl.Ti.65e),
A like νίτρον, δύναμις Arist.Pr.936a2; impregnated with ν., τὰ ν. Thphr. CP 2.5.1, Od.65.
2 alkaline, of mineral springs, Gal.11.387.
II epithet of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι IG14.892.
German (Pape)
ες, dem Natron ähnlich, voll Natron; ὕδωρ, Paul.Sil. 74.113; Arist. Probl. 23.40.
Russian (Dvoretsky)
νιτρώδης: похожий на щелочь, тж. содержащий щелочь, щелочной (ὕδωρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νιτρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νίτρον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 40, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 1.
Greek Monolingual
-ες (Α νιτρώδης, -ῶδες) νίτρον
αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος
2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί»
χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται κατά τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, κατά την παρασκευή τών χρωμάτων ανιλίνης, και είναι πολύ δηλητηριώδες
β) «νιτρώδες οξύ» — ασταθής ανόργανη χημική ένωση που παράγεται κατά τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε νερό.