μελάμπυγος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melampygos | |Transliteration C=melampygos | ||
|Beta Code=mela/mpugos | |Beta Code=mela/mpugos | ||
|Definition=μελάμπυγον,<br><span class="bld">A</span> [[black-bottomed]], considered a [[mark]] of [[manhood]], Eub.61; a name of [[Heracles]], μελάμπυγος τοῖς ἐχθροῖς = a [[very]] [[Heracles]] to his enemies, Ar.Lys.802 (lyr.), cf. Hdt.7.216: [[proverb|prov.]], [[μή τευ μελαμπύγου τύχης]] = [[take care]] not to '[[catch a Tartar]]', Archil.110.<br><span class="bld">II</span> of a kind of [[eagle]], v. [[πύγαργος]]. | |Definition=μελάμπυγον,<br><span class="bld">A</span> [[black-bottomed]], considered a [[mark]] of [[manhood]], Eub.61; a name of [[Heracles]], μελάμπυγος τοῖς ἐχθροῖς = a [[very]] [[Heracles]] to his enemies, Ar.Lys.802 (lyr.), cf. [[Herodotus|Hdt.]]7.216: [[proverb|prov.]], [[μή τευ μελαμπύγου τύχης]] = [[take care]] not to '[[catch a Tartar]]', Archil.110.<br><span class="bld">II</span> of a kind of [[eagle]], v. [[πύγαργος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
μελάμπυγον,
A black-bottomed, considered a mark of manhood, Eub.61; a name of Heracles, μελάμπυγος τοῖς ἐχθροῖς = a very Heracles to his enemies, Ar.Lys.802 (lyr.), cf. Hdt.7.216: prov., μή τευ μελαμπύγου τύχης = take care not to 'catch a Tartar', Archil.110.
II of a kind of eagle, v. πύγαργος.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzem, schwarzbehaartem Hintern, was als Zeichen besonderer Mannhaftigkeit galt, ἐχθροῖς, Ar. Lys. 802. Vgl. Hesych. u. λευκόπυγος.
Russian (Dvoretsky)
μελάμπῡγος:
1 чернозадый (эпитет Геракла) Luc.;
2 храбрый, нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπῡγος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν, δηλ. δασεῖαν τὴν πυγήν, τριχωτὰ ὀπίσθια, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς σημεῖον ἀνδρείας (πρβλ. λάσιος), Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 2· ὄνομα τοῦ Ἡρακλέους, μ. τοῖς ἐχθροῖς, «σωστὸς Ἡρακλῆς διὰ τοὺς ἐχθρούς», Ἀριστοφ. Λυσ. 802· ἴδε Müller Dor. 2. 12, § 10, Wess. εἰς Ἡρόδ. 7. 216· ἐντεῦθεν τὸ παροιμιακόν, μή τευ μελαμπύγου τύχῃς, πρόσεχε νὰ μή σου τύχῃ κανεὶς μαλλιαρόκωλος, νὰ μὴ εὕρῃς τὸν διάβολόν σου, Ἀρχίλ. 99. ΙΙ. ἐπὶ ἀγρίου καὶ ὁρμητικοῦ εἴδους ἀετοῦ (ἴδε ἐν λ. πύγαργος).
Greek Monolingual
μελάμπυγος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας
2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος
προσωνυμία του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν» — πραγματικός Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, Αριστοφ.)
3. είδος άγριου και ορμητικού αετού
4. παροιμ. «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από σένα και τά πληρώσεις όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος)].