διαπειλέω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diapeileo
|Transliteration C=diapeileo
|Beta Code=diapeile/w
|Beta Code=diapeile/w
|Definition=[[threaten violently]], Hdt.7.15; δ. ὡς μηνύσει Id.2.121.γ: c.inf.fut., Plu.''Oth.''16:—Med., διαπειλεῖσθαί τινι Aeschin.1.43, Alex. 306, ''PPetr.''2p.1: c. inf., [[forbid with threats]], μηθένα φέρειν ὅπλον Plb. 1.78.15; ἄλλα τε δ. καὶ ὡς… Conon 50.3.
|Definition=[[threaten violently]], [[Herodotus|Hdt.]]7.15; δ. ὡς μηνύσει Id.2.121.γ: c.inf.fut., Plu.''Oth.''16:—Med., διαπειλεῖσθαί τινι Aeschin.1.43, Alex. 306, ''PPetr.''2p.1: c. inf., [[forbid with threats]], μηθένα φέρειν ὅπλον Plb. 1.78.15; ἄλλα τε δ. καὶ ὡς… Conon 50.3.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπειλέω Medium diacritics: διαπειλέω Low diacritics: διαπειλέω Capitals: ΔΙΑΠΕΙΛΕΩ
Transliteration A: diapeiléō Transliteration B: diapeileō Transliteration C: diapeileo Beta Code: diapeile/w

English (LSJ)

threaten violently, Hdt.7.15; δ. ὡς μηνύσει Id.2.121.γ: c.inf.fut., Plu.Oth.16:—Med., διαπειλεῖσθαί τινι Aeschin.1.43, Alex. 306, PPetr.2p.1: c. inf., forbid with threats, μηθένα φέρειν ὅπλον Plb. 1.78.15; ἄλλα τε δ. καὶ ὡς… Conon 50.3.

Spanish (DGE)

proferir amenazas (ὄνειρον) διαπειλῆσαν οἴχεται (el fantasma onírico) tras proferir amenazas se ha ido Hdt.7.15, c. ὡς: διαπειλέειν αὐτὴν ὡς ... μηνύσει αὐτόν (dicen) que ella amenazó con denunciarle Hdt.2.121γ, c. inf. διηπείλουν ἀποσφάξειν Plu.Oth.16, cf. D.S.17.40, c. ac. int. πολλὰ διαπειλήσας profiriendo muchas amenazas Hld.1.30.1, θάνατον αὐτῷ τοῦ σατράπου διαπειλήσαντος habiéndole amenazado el sátrapa de muerte Hld.2.32.2, cf. en v. pas., Hld.5.25.2
en v. med. mismo sent. ἵνα ῥήτωρ ... μηδὲ διαπειλοῖτο Lys.12.72, cf. D.S.16.27, 20.33, I.AI 16.203
proferir amenazas contra c. dat. de pers. διηπειλεῖτό μοι Alex.302, διαπειλησαμένου ... Μισγόλα ... τοῖς ξένοις Aeschin.1.43, cf. PPetr.2.1.14 (III a.C.), αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ LXX Ez.3.17, cf. Plu.Agis 19
prohibir con amenazas c. or. de inf. μεθένα φέρειν ὅπλον Plb.1.78.15, cf. D.S.19.107.

German (Pape)

[Seite 594] heftig drohen; Her. 7, 15; ὡς μηνύσει 2, 121, 3; ἀποσφάξειν Plut. Oth. 16. Häufiger im med.; τινί, Aesch. 1, 43; διηπειλεῖτό σοι Alexis B. A. 82; sequ. inf., Pol. 1, 78, 14 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
menacer fortement.
Étymologie: διά, ἀπειλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-απειλέω (hevig) (be)dreigen; met dat.:; δ. τοῖς ἑταίροις zijn vrienden Plut. Alex. 76.8; met inf.:; δ. ἀποσφάξειν dreigen te doden Plut. Oth. 16.3; met ὡς-zin.: διαπειλέειν ὡς ἐλθοῦσα πρὸς τὸν βασιλέα μηνύσει αὐτὸν ἔχοντα τὰ χρήματα zij dreigde dat ze naar de koning zou gaan en zou vertellen dat hij het geld had Hdt. 2.121γ.2.

Russian (Dvoretsky)

διᾰπειλέω: чаще med. грозить, угрожать (ποιεῖν τι Polyb., τινι Aeschin., Plut. и τινι ποιεῖν τι Plut.): διαπειλήσα; οἴχεται Her. он удаляется, произнеся угрозы.

Greek (Liddell-Scott)

διαπειλέω: σφοδρῶς ἀπειλῶ, Ἡρόδ. 7. 15· δ. ὡς μηνύσει ὁ αὐτ. 2. 121, 3· μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Πλούτ. Ὄθ. 16· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., διαπειλεῖσθαί τινι Αἰσχίν. 7. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 72· μετ᾿ ἀπαρ., Πολύβ. 1. 78, 15.

Greek Monotonic

διαπειλέω: μέλ. -ήσω, απειλώ βιαίως, εκβιάζω, σε Ηρόδ. — ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to threaten violently, Hdt.:—so in Mid., Aeschin.