προλεσχηνεύομαι: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proleschineyomai | |Transliteration C=proleschineyomai | ||
|Beta Code=prolesxhneu/omai | |Beta Code=prolesxhneu/omai | ||
|Definition=[[converse first]], [[hold conversations with one before]], προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Hdt.6.4. | |Definition=[[converse first]], [[hold conversations with one before]], προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι [[Herodotus|Hdt.]]6.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
converse first, hold conversations with one before, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Hdt.6.4.
German (Pape)
[Seite 732] vorher plaudern, reden mit Einem, τινί, Her. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
s'entretenir auparavant : τινι περί τινος de qch avec qqn.
Étymologie: πρό, λέσχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.
Russian (Dvoretsky)
προλεσχηνεύομαι: ранее беседовать (τινι περί τινος Her.).
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»].
Greek Monotonic
προλεσχηνεύομαι: αποθ., συνδιαλέγομαι με κάποιον από πριν, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προλεσχηνεύομαι: ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.
Middle Liddell
Dep. to hold conversations with one before, c. dat. pers., Hdt.