ἰσόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] gleich an Seele, gleichmüthig, Aesch. Ag. 1449 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] gleich an Seele, gleichmütig, Aesch. Ag. 1449 u. Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 05:40, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόψῡχος Medium diacritics: ἰσόψυχος Low diacritics: ισόψυχος Capitals: ΙΣΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: isópsychos Transliteration B: isopsychos Transliteration C: isopsychos Beta Code: i)so/yuxos

English (LSJ)

ἰσόψυχον,
A of equal spirit, κράτος ἰ. A.Ag.1470 (lyr.). Adv. ἰσοψύχως, μάχεσθαι Eust.831.52.
2 of like soul or mind, Ep.Phil.2.20.

German (Pape)

[Seite 1268] gleich an Seele, gleichmütig, Aesch. Ag. 1449 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'âme ou les sentiments sont les mêmes.
Étymologie: ἴσος, ψυχή.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόψῡχος:
1 единодушный, одинаковый по духу (κράτος Aesch.);
2 равный по преданности или по усердию NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόψῡχος: -ον, ἔχων ἴσην ἐνέργειαν ψυχῆς, κράτος ἰσόψυχον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1470. ― Ἐπίρρ. -χως, Εὐστ. 831, 52. 2) ἔχων ὁμοίαν ψυχήν, ἔχων τὰ αὐτὰ αἰσθήματα, ὁμοφρονῶν, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 20.

English (Strong)

from ἴσος and ψυχή; of similar spirit: likeminded.

English (Thayer)

ἰσόψυχον (ἴσος and ψυχή), equal in soul (A. V. like-minded) (Vulg. unanimus): Aeschylus Ag. 1470.)

Greek Monolingual

ἰσόψυχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον
αρχ.
αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον.
επίρρ...
ἰσοψύχως (Μ)
γενναίως, ανδρείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρόψυχος, σκληρόψυχος].

Greek Monotonic

ἰσόψῡχος: -ον (ψυχή
1. αυτός που έχει ίση ψυχική ενέργεια, κράτος ἰσόψυχον, σε Αισχύλ.
2. αυτός που έχει όμοια ψυχή ή ίδια αισθήματα, ομόνοος, ομοϊδεάτης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἰσό-ψῡχος, ον ψυχή
1. of equal spirit, κράτος ἰς. Aesch.
2. of like soul or mind, NTest.

Chinese

原文音譯:„sÒyucoj 衣所-普需何士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-涼爽的
字義溯源:相似的心靈,魂相似的,心思相似的,同心,靈相似的,有相似心思的;由(ἴσος)*=相似)與(ψυχή)=呼吸,氣息)組成;而 (ψυχή)出自(ψύχω)*=呼氣,活著)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 同心(1) 腓2:20