ὑπερπλεονάζω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] überaus überflüssig sein, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] überaus überflüssig sein, [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:38, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπλεονάζω Medium diacritics: ὑπερπλεονάζω Low diacritics: υπερπλεονάζω Capitals: ΥΠΕΡΠΛΕΟΝΑΖΩ
Transliteration A: hyperpleonázō Transliteration B: hyperpleonazō Transliteration C: yperpleonazo Beta Code: u(perpleona/zw

English (LSJ)

abound exceedingly, 1 Ep.Ti.1.14, Vett. Val.85.17; ὁ -άζων ἀήρ Hero Spir.1.10.

German (Pape)

[Seite 1201] überaus überflüssig sein, N.T.

French (Bailly abrégé)

être surabondant, excessif.
Étymologie: ὑπέρ, πλεονάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπλεονάζω: быть в необычайном изобилии, изобиловать NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπλεονάζω: πλεονάζω ὑπερβολικῶς, ὑπερπερισσεύω, Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ.

English (Strong)

from ὑπέρ and πλεονάζω; to superabound: be exceeding abundant.

English (Thayer)

1st aorist ὑπερεπλεόνασα; (Vulg. superabundo); to be exceedingly abundant: τόν ὑπερπλεοναζοντα ἀέρα, Heron. spirit., p. 165,40; several times also in ecclesiastical writings (ὑπερπλεοναζει absolutely, overflows, Hermas, mand. 5,2, 5 [ET]); to possess in excess, ἐάν ὑπερπλεονάσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαμαρτάνει, Ps. Sal. Psalm of Song of Solomon 5:19>).

Greek Monolingual

ὑπερπλεονάζω ΝΜΑ πλεονάζω
(αμτβ.) είμαι πολύ περισσότερος από ό,τι πρέπει, πλεονάζω, περισσεύω
αρχ.
1. (μτβ.) κάνω κάτι να πλεονάσει
2. μτφ. έχω άφθονο πλούτο, είμαι πάμπλουτος.

Greek Monotonic

ὑπερπλεονάζω: μέλ. -σω, περισσεύω υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. σω
to abound exceedingly, NTest.

Chinese

原文音譯:Øperpleon£zw 虛胚而-普累哦那索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:過度-更多(化)
字義溯源:格外豐盛,滿溢;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(πλεονάζω)=多行些,多作些,多加些)組成,其中 (πλεονάζω)出自(πολύς)=數量,數目,或質量更多),而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 是格外豐盛(1) 提前1:14