μιμούμαι: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ μιμοῦμαι, | |mltxt=(ΑΜ [[μιμοῦμαι]], [[μιμέομαι]]) [[μίμος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[προσπαθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] που κάνει [[κάποιος]] [[άλλος]], [[παριστάνω]], [[απομιμούμαι]] (α. «ο [[παπαγάλος]] μιμείται τη [[φωνή]] τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ηθοποιό) υποδύομαι<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παίρνω]] κάποιον ως [[πρότυπο]], ως [[υπόδειγμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομοιάζω]]<br /><b>2.</b> [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μιμοῦμαι τὴν χεῖρα τινος» — [[πλαστογραφώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) [[αποδίδω]] πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ [[ἄλλου]] τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[γίνομαι]] από κάποιον εντελώς όμοιος με [[κάτι]] («μεμιμημένον ἐς τὰ [[μάλιστα]] καὶ γραφῇ καὶ [[ἔργω]]», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[imitate]]=== | |||
Arabic Egyptian Arabic: قلد; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: [[nabootsen]], [[imiteren]]; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: [[imiter]]; Galician: imitar, arremedar; German: [[imitieren]]; Greek: [[μιμούμαι]]; Ancient Greek: [[ἀναμιμέομαι]], [[ἀναμιμοῦμαι]], [[ἀποτυπόω]], [[ἀποτυπῶ]], [[ἐγχαράσσω]], [[ἐκμάσσω]], [[ἐκμάττω]], [[ἐκμιμέομαι]], [[ἐκμιμοῦμαι]], [[ἐπέρχομαι]], [[ζηλοτυπέω]], [[ζηλοτυπῶ]], [[κατακολουθέω]], [[κατακολουθῶ]], [[μιμέομαι]], [[μιμηλάζω]], [[μιμοῦμαι]], [[παραγράφω]], [[παραμιμέομαι]], [[παραμιμοῦμαι]], [[παραξέω]], [[παραξῶ]], [[ὑποκορίζομαι]], [[ὑποκουρίζομαι]], [[ὑποκρινέομαι]], [[ὑποκρίνομαι]]; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: [[imitare]]; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: [[imitor]]; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: [[imitar]]; Russian: [[подражать]], [[имитировать]]; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: [[imitar]]; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek,, öykünmek,, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi | |||
}} | }} |
Revision as of 09:39, 30 November 2023
Greek Monolingual
(ΑΜ μιμοῦμαι, μιμέομαι) μίμος
1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.)
2. (για ηθοποιό) υποδύομαι
νεοελλ.-μσν.
παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως υπόδειγμα
μσν.
1. ομοιάζω
2. παρομοιάζω
3. φρ. «μιμοῦμαι τὴν χεῖρα τινος» — πλαστογραφώ
αρχ.
1. (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) αποδίδω πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», Πλάτ.)
2. (με παθ. σημ.) γίνομαι από κάποιον εντελώς όμοιος με κάτι («μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργω», Ηρόδ.).
Translations
imitate
Arabic Egyptian Arabic: قلد; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: nabootsen, imiteren; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: imiter; Galician: imitar, arremedar; German: imitieren; Greek: μιμούμαι; Ancient Greek: ἀναμιμέομαι, ἀναμιμοῦμαι, ἀποτυπόω, ἀποτυπῶ, ἐγχαράσσω, ἐκμάσσω, ἐκμάττω, ἐκμιμέομαι, ἐκμιμοῦμαι, ἐπέρχομαι, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, κατακολουθέω, κατακολουθῶ, μιμέομαι, μιμηλάζω, μιμοῦμαι, παραγράφω, παραμιμέομαι, παραμιμοῦμαι, παραξέω, παραξῶ, ὑποκορίζομαι, ὑποκουρίζομαι, ὑποκρινέομαι, ὑποκρίνομαι; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: imitare; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: imitor; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: imitar; Russian: подражать, имитировать; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: imitar; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek,, öykünmek,, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi