λιθόλευστος: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=litholefstos | |Transliteration C=litholefstos | ||
|Beta Code=liqo/leustos | |Beta Code=liqo/leustos | ||
|Definition=λιθόλευστον,<br><span class="bld">A</span> [[stone]]d, ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47; λιθόλευστον ποιῆσαί τινα Plu.2.313b, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λιθόλευστος [[Ἄρης]] = [[death]] by [[stoning]], S.Aj.254 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> [[ | |Definition=λιθόλευστον,<br><span class="bld">A</span> [[stone]]d, ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47; λιθόλευστον ποιῆσαί τινα Plu.2.313b, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λιθόλευστος [[Ἄρης]] = [[death]] by [[stoning]], S.Aj.254 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> [[deserving to be stoned]], Call.Epigr.42.5, Alex.Aet.3.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:00, 1 December 2023
English (LSJ)
λιθόλευστον,
A stoned, ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47; λιθόλευστον ποιῆσαί τινα Plu.2.313b, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λιθόλευστος Ἄρης = death by stoning, S.Aj.254 (lyr.).
2 deserving to be stoned, Call.Epigr.42.5, Alex.Aet.3.12.
German (Pape)
[Seite 45] gesteinigt, Callim. 4 (XII, 73), wo man es auch steinigenswerth, verbrecherisch erkl.; ὑπὸ τῶν ὄχλων, D. Sic. 3, 47; ἄρης, Steinigungstod, Soph. Ai. 253.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.
Étymologie: λίθος, adj. verb. de λεύω.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόλευστος:
1 побитый камнями (ὑπό τινος Diod.): λιθόλευστον ποιεῖν τινα Plut. побить кого-л. камнями;
2 вызванный побиением камнями: λ. ἄρης Soph. смерть через побиение камнями.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόλευστος: -ον, λιθόβλητος, ὑπὸ τῶν ὄχλων Διόδ. 3. 47. λ. ποιεῖν τινα Πλούτ. 2. 313Β· - Ἄρης, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Σοφ. Αἴ. 254 (λυρ.). 2) ἄξιος λιθοβολισμοῦ, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 42. 5, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 12.
Greek Monolingual
λιθόλευστος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῖον», Διόδ.)
2. ο άξιος λιθοβολισμού
3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ.
θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -λευστος < λεύω «λιθοβολώ», πρβλ. δημόλευστος].
Greek Monotonic
λῐθόλευστος: -ον (λεύω), λιθοβολημένος· λιθόλευστος Ἄρης, θάνατος με λιθοβολισμό, σε Σοφ.
Middle Liddell
λῐθό-λευστος, ον λεύω
stoned with stones: λ. Ἄρης death by stoning, Soph.