ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "Plut" to "Plut") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[inconsolado]] ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.<i>Dem</i>.22.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene consuelo]], [[que no admite paliativos]], [[desolador]] θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.<i>AI</i> 7.118, [[αἰσχύνη]] Basil.M.31.1400D.<br /><b class="num">2</b> [[inexorable]], [[inapelable]] τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.<i>Decent</i>.4.<br /><b class="num">III</b> [[que no hace caso]], [[indócil]], [[ingobernable]] Ἔρως Men.<i>Fr</i>.569, Plu.<i>Ant</i>.6, cf. <i>Mar</i>.2.<br /><b class="num">IV</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[inconsolado]] ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.<i>Dem</i>.22.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene consuelo]], [[que no admite paliativos]], [[desolador]] θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.<i>AI</i> 7.118, [[αἰσχύνη]] Basil.M.31.1400D.<br /><b class="num">2</b> [[inexorable]], [[inapelable]] τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.<i>Decent</i>.4.<br /><b class="num">III</b> [[que no hace caso]], [[indócil]], [[ingobernable]] Ἔρως Men.<i>Fr</i>.569, Plu.<i>Ant</i>.6, cf. <i>Mar</i>.2.<br /><b class="num">IV</b> adv. [[ἀπαρηγορήτως]] = [[inconsolablemente]] Nil.M.79.196B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:38, 13 December 2023
English (LSJ)
ἀπαρηγόρητον,
A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1.
II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. ἀπαρηγορήτως = inflexibly, Ph.2.196.
Spanish (DGE)
-ον
I inconsolado ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.Dem.22.
II 1que no tiene consuelo, que no admite paliativos, desolador θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.AI 7.118, αἰσχύνη Basil.M.31.1400D.
2 inexorable, inapelable τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.Decent.4.
III que no hace caso, indócil, ingobernable Ἔρως Men.Fr.569, Plu.Ant.6, cf. Mar.2.
IV adv. ἀπαρηγορήτως = inconsolablemente Nil.M.79.196B.
German (Pape)
[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 que l'on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παρηγορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρηγόρητος:
1 непобедимый, неукротимый (ἔρως ἀρχῆς Plut.);
2 неутешный, не слушающий уговоров (φυγάδες Plut.);
3 неумолимый, злобный (κυνάρια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)
Greek Monotonic
ἀπαρηγόρητος: -ον (παρηγορέω),
I. αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.
II. αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
παρηγορέω
I. inconsolable, Plut.
II. not to be advised or controlled, Plut.