εὔνομος: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῑρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»), [[πρβλ]]. [[αγρονόμος]], [[βουνόμος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῖρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»), [[πρβλ]]. [[αγρονόμος]], [[βουνόμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:26, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔνομος Medium diacritics: εὔνομος Low diacritics: εύνομος Capitals: ΕΥΝΟΜΟΣ
Transliteration A: eúnomos Transliteration B: eunomos Transliteration C: eynomos Beta Code: eu)/nomos

English (LSJ)

εὔνομον, (νόμος)
A under good laws, well-ordered, πόλις Pi.I.5(4).22, Pl.Ti.20a (Sup.); Σκύθαι A.Fr.198; ἄνδρες Pl.Lg.815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.).
2 of things, ἔρανος -ώτατος Pi.O.1.37; μοῖρα εὔ., = εὐνομία, Id.N.9.29.
II (νομή) of places, good for pasture, Longus 4.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1083] 11 mit guten Gesetzen, gesetzlicher Einrichtung; πόλις Pind. I. 4, 24; ἔρανος Ol. 1, 37; μοῖρα εὔν., d. i. εὐνομία, N. 9, 29; πόλις Plat. u. A.; ἄνδρες, die Gesetze beobachtend, gesetzmäßig handelnd, Plat. Legg. VII, 815 b u. öfter. – 21 (νομή) Σκύθαι, mit guten Weiden, gute Weideplätze habend, Aesch. fr. 189; τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων Long. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 régi par de bonnes lois, bien gouverné;
2 qui observe les lois;
Sp. εὐνομώτατος.
Étymologie: εὖ, νόμος.

Russian (Dvoretsky)

εὔνομος: νομός богатый пастбищами (Σκύθαι Aesch.).
νόμος
1 обладающий хорошими законами, живущий в условиях законности (πόλις Pind., Plat.);
2 соблюдающий законы, справедливый (μοῖρα Pind.; ἄνδρες Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔνομος: -ον, (νόμος) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, καλῶς κυβερνώμενος, πόλις Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἔρανος εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· μοῖρα εὔν. = εὐνομία, ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4.

English (Slater)

εὔνομος, -ον
 &nnbsp; 1 well ordered, harmonious τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον (O. 1.37) μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.29) τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν (Aigina) (I. 5.22)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α εὔνομος, -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, νόμιμα («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», Πίνδ.)
2. φρ. «μοῖρα εὔνομος» — ευνομία, (Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω), πρβλ. έν-νομος, παρά-νομος].
(II)
εὔνομος, -ον (Α)
(για τόπους) αυτός που έχει καλή βοσκή, που είναι κατάλληλος για βοσκή («εὔνομα ἄλση», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω «βόσκω»), πρβλ. αγρονόμος, βουνόμος.

Greek Monotonic

εὔνομος: -ον, αυτός που βρίσκεται κάτω από την ισχύ καλών νόμων, αυτός που κυβερνιέται καλά, σε Πίνδ., Πλάτ.

Middle Liddell

εὔ-νομος, ον
under good laws, well-ordered, Pind., Plat.

English (Woodhouse)

well-governed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)