εὐοῖ: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εὐοῑ και εὐοὶ και εὐαὶ και [[εὐαί]] και εὖα και [[εὐάν]] (Α)<br />[[επιφώνημα]] διονυσιακού ενθουσιασμού και χαράς τών ακολούθων του Βάκχου («αἴρεσθ' ἄνω, ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. Εὐοῑ, εὐοῑ, εὐαῑ, | |mltxt=εὐοῑ και εὐοὶ και εὐαὶ και [[εὐαί]] και εὖα και [[εὐάν]] (Α)<br />[[επιφώνημα]] διονυσιακού ενθουσιασμού και χαράς τών ακολούθων του Βάκχου («αἴρεσθ' ἄνω, ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. Εὐοῑ, εὐοῑ, εὐαῑ, εὐαῖ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ονοματοποιημένες επιφωνηματικές κραυγές που ακούγονταν στις διονυσιακές τελετές. Τα επιφων. <i>evohe</i> (= <i>εὐοί</i>) και <i>evh</i><i>ā</i><i>n</i> (= [[εὐάν]]) [[είναι]] δάνεια της Λατινικής από την Ελληνική. Η [[παραλλαγή]] <i>εὖα</i> του επιφων. παρήγαγε το ρ. [[εὐάζω]] και το επίθ. <i>εὔϊος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:30, 6 February 2024
English (LSJ)
(εὐοἵ A.D.Synt.320.1, cf. Lat. euhoe), exclamation used in the cult of Dionysus, Ar.Lys.1294 (lyr.), etc.; cf. εὐαί, εὐάν: εὐοῖ σαβοῖ D.18.260: as an interjection, ἀναταράσσει—εὐοῖ—μ' ὁ κισσός S.Tr.219 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1084] bacchischer Jubelruf, Naturlaut, juchhei! Tragg., Ar. u. Sp. Über die Interaspiration εὐοἵ vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 323. Vgl. auch Giese Aeol. Dial. p. 313.
French (Bailly abrégé)
interj.
évoé, cri des Bacchantes.
Étymologie: cf. εὐαί.
Russian (Dvoretsky)
εὐοῖ: interj. эвоэ! (вакхический возглас) Trag., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοῖ: ἐπιφώνησις βακχευόντων, Λατ. evoe, ὡς τὸ αἰαί, ἀναταράσσει εὐοῖ μ’ ὁ κισσὸς Σοφ. Τρ. 219, κτλ., ἴδε Φώτ. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
εὐοῑ και εὐοὶ και εὐαὶ και εὐαί και εὖα και εὐάν (Α)
επιφώνημα διονυσιακού ενθουσιασμού και χαράς τών ακολούθων του Βάκχου («αἴρεσθ' ἄνω, ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. Εὐοῑ, εὐοῑ, εὐαῑ, εὐαῖ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένες επιφωνηματικές κραυγές που ακούγονταν στις διονυσιακές τελετές. Τα επιφων. evohe (= εὐοί) και evhān (= εὐάν) είναι δάνεια της Λατινικής από την Ελληνική. Η παραλλαγή εὖα του επιφων. παρήγαγε το ρ. εὐάζω και το επίθ. εὔϊος].
Greek Monotonic
εὐοῖ: επιφών. των οργιαστών του Βάκχου, Λατ. evoe, σε Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
Bacchanalian exclamation, Lat. evoe, Soph., etc.