πίασμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πιαίνω]]<br />(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το [[έδαφος]] («[[πεδίον]] Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον [[πίασμα]] Βοιωτῶν χθονί», <b>Αισχύλ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />(δωρ. και μτγν. τ.) [[αντί]] [[πίεσμα]].<br /> <b>(III)</b><br />το, ΝΜ<br />(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο [[μελάνι]] και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο [[πάνω]] στον οποίο γράφεται.
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πιαίνω]]<br />(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το [[έδαφος]] («[[πεδίον]] Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει, φίλον [[πίασμα]] Βοιωτῶν χθονί», <b>Αισχύλ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />(δωρ. και μτγν. τ.) [[αντί]] [[πίεσμα]].<br /> <b>(III)</b><br />το, ΝΜ<br />(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο [[μελάνι]] και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο [[πάνω]] στον οποίο γράφεται.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:44, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίασμα Medium diacritics: πίασμα Low diacritics: πίασμα Capitals: ΠΙΑΣΜΑ
Transliteration A: píasma Transliteration B: piasma Transliteration C: piasma Beta Code: pi/asma

English (LSJ)

[ῑ] (A), -ατος, τό, (πιαίνω)
A that which makes fat, of a river, π. Βοιωτῶν χθονί bringing fatness and riches to... A.Pers.806.
πίασμα [ῐ] (B), -ατος, τό, Dor. and later Gr. for πίεσμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 612] τό, dor. statt πίεσμα, δακτύλου Eubul. bei Ath. III, 108 c. τό, das, was fett, fruchtbar macht, Dung, πεδίον Ἀσωπὸς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί, Aesch. Pers. 792.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
engrais.
Étymologie: πιαίνω.

Russian (Dvoretsky)

πίασμα: ατος (ῑ) τό утучнитель, питатель: (Ἀσωπὸς) π. Βοιωτῶν χθονί Aesch. река Эсоп, оплодотворяющая Беотийский край.

Greek (Liddell-Scott)

πίασμα: τό, (πιαίνω) τὸ παχῦνον, ἐπὶ ποταμοῦ, π. Βοιωτῶν χθονί, φέρων πάχος καὶ πλοῦτον εἰς..., Αἰσχύλ. Πέρσ. 806.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πιαίνω
(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφοςπεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.).
(II)
τὸ, Α
(δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα.
(III)
το, ΝΜ
(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο μελάνι και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο πάνω στον οποίο γράφεται.

Greek Monotonic

πίασμα: -ατος, τό (πιαίνω), αυτό το οποίο δημιουργεί πάχος, λέγεται για έναν ποταμό, πίασμα χθονί, που φέρνει πάχος, αφθονία στο έδαφος, σε Αισχύλ.
πίασμα: -ατος, τό, Δωρ. και μεταγεν. Αττ. αντί πίεσμαι.

Middle Liddell

πίασμα, ατος, τό, [doric and late Attic for πίεσμα.]
πίασμα, ατος, τό, πιαίνω
that which makes fat, of a river, π. χθονί bringing fatness to the soil, Aesch.