σπονδῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που κάνει [[σπονδή]] («[[σταγόνα]] | |mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που κάνει [[σπονδή]] («[[σταγόνα]] σπονδῖτιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[σεληνῖτις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:47, 6 February 2024
English (LSJ)
ιδος, ἡ, she who makes a libation, making a σπονδή, AP6.190 (Gaet.).
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
qui sert aux libations.
Étymologie: σπονδή.
German (Pape)
fem. zu σπονδίτης, σπονδῖτις σταγών Gaetul. 3 (VI.190).
Russian (Dvoretsky)
σπονδῖτις: ῐδος adj. f служащая для возлияний (σταγών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σπονδῖτις: -ίδος, ἡ, ἡ κάμνουσα σπονδήν, τῆς σπονδῆς, Ἀνθ. Π. 6. 190.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
αυτή που κάνει σπονδή («σταγόνα σπονδῖτιν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σεληνῖτις)].
Greek Monotonic
σπονδῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προσφέρει σπονδή, σε Ανθ.