ποικιλείμων: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikileimon | |Transliteration C=poikileimon | ||
|Beta Code=poikilei/mwn | |Beta Code=poikilei/mwn | ||
|Definition=ποικιλείμον, gen. ονος, ([[εἷμα]]) [[arrayed in spangled garb]], <b class="b3">νὺξ π.</b>, in reference to the stars, A.''Pr.''24. | |Definition=ποικιλείμον, gen. ονος, ([[εἷμα]]) [[arrayed in spangled garb]], <b class="b3">νὺξ π.</b>, in reference to the stars, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:10, 7 February 2024
English (LSJ)
ποικιλείμον, gen. ονος, (εἷμα) arrayed in spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, A.Pr.24.
German (Pape)
[Seite 649] bunt gekleidet, in buntem Kleide, übh. buntfarbig, νύξ, Aesch. Prom. 24.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
au manteau tacheté, càd parsemé d'étoiles (la nuit).
Étymologie: ποικίλος, εἷμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλείμων: 2, gen. ονος в пестрой, т. е. звездной одежде (νύξ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλείμων: -ον, γεν. ονος, (εἶμα) ὁ ποικίλον ἰμάτιον φορῶν, ποικιλείμων νύξ, δηλ. κατὰ τὸ ἐν ἄστροις ποικίλον αὐτῆς, (πρβλ. αἰόλος ΙΙ), Αἰσχύλ. Πρ. 24.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος [τῶν ἄστρων]», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. πολυείμων].
Greek Monotonic
ποικῐλείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που φορά στολισμένο ένδυμα, νὺξ ποικιλείμων, σε σχέση με τα αστέρια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ποικῐλ-είμων, ονος, εἷμα
with spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, Aesch.