πίλημα: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pilima | |Transliteration C=pilima | ||
|Beta Code=pi/lhma | |Beta Code=pi/lhma | ||
|Definition=πιλήματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[compressed wool]] or [[hair]], [[felt]], Dsc.1.58, Gal.12.504; | |Definition=πιλήματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[compressed wool]] or [[hair]], [[felt]], Dsc.1.58, Gal.12.504; πίλημα τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας Duris 14 J., cf. Posidon.9 (a) J.<br><span class="bld">2</span> [[anything made of felt]], [[hat]] (cf. [[πῖλος]]), Call.''Fr.''124, 125.<br><span class="bld">II</span> [[compression]], νιφετοῦ βρῖθος ἐκ πιλήματος λαβόντος Arist.''Mu.''394b2, cf. Anaximand. ap. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.13.7; <b class="b3">πίλημα φλογός</b>, of the [[angel]]'s [[sword]], Ph.1.143; <b class="b3">πίλημα αἰθέριον, πίλημα αἰθέρος</b>, of the [[sun]] and [[moon]], ib.284,624. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πίλημα:''' ατος (ῑ) τό [[скученность]], [[куча]]: τὰ πιλήματα τοῦ νέφους Arst. сгустившиеся кучи облаков. | |elrutext='''πίλημα:''' ατος (ῑ) τό [[скученность]], [[куча]]: [[τὰ πιλήματα τοῦ νέφους]] Arst. [[сгустившиеся кучи облаков]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:52, 19 February 2024
English (LSJ)
πιλήματος, τό,
A compressed wool or hair, felt, Dsc.1.58, Gal.12.504; πίλημα τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας Duris 14 J., cf. Posidon.9 (a) J.
2 anything made of felt, hat (cf. πῖλος), Call.Fr.124, 125.
II compression, νιφετοῦ βρῖθος ἐκ πιλήματος λαβόντος Arist.Mu.394b2, cf. Anaximand. ap. Placit.2.13.7; πίλημα φλογός, of the angel's sword, Ph.1.143; πίλημα αἰθέριον, πίλημα αἰθέρος, of the sun and moon, ib.284,624.
German (Pape)
[Seite 615] τό, 1) gekrämpte, gefilzte Wolle oder Haare, Filz, alles aus Filz Gemachte, Sp., auch πῖλος, pileus, Callim. frg. 125. – 2) übh. alles Verdichtete, wie λημνίσκων πιλήματα χρυσᾶ Ath. V, 210 d; πίλημα λαμβάνων τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας, Ath. XII, 535 e; Plut. u. a. Sp.; von Wolken, Arist. mund. 4; Poll. 2, 233 erkl. σὰρξ πίλημα μαλακόν, λιπαρόν.
Russian (Dvoretsky)
πίλημα: ατος (ῑ) τό скученность, куча: τὰ πιλήματα τοῦ νέφους Arst. сгустившиеся кучи облаков.
Greek (Liddell-Scott)
πίλημα: τό, συμπεπιεσμένα ἔρια ἢ τρίχες, Διοσκ. 1. 98, Γαλην.· π. τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας Ἀθήν. 535F, πρβλ. 210Ε. 2) τὸ ἐξ αὐτοῦ κατεσκευασμένον, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἄλλως λεγόμενον πῖλος, Καλλ. Ἀποσπ. 124, 125. ΙΙ. τὸ στενῶς ἢ ἰσχυρῶς πεπιεσμένον, π. νέφους, ὄγκος νέφους, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 17, πρβλ. Ἀναξίμανδρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. σ. 510.
Greek Monolingual
το, Ν ΜΑ πιλώ (Ι)
χοντρό ύφασμα από συμπιεσμένες με ειδική τεχνική τρίχες ζώων, κετσές
νεοελλ.
τεμάχιο παρόμοιου υφάσματος υπό μορφή κώνου με επεξεργασία του οποίου κατασκευάζονται τα καπέλα, κν. καστόρι
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από παρόμοιο ύφασμα
2. οτιδήποτε έχει συγκολληθεί με συμπίεση
3. η συμπύκνωση, το συμπύκνωμα (α. «πίλημα φλογός» β. «πίλημα νεφέλης»).