βορβορυγμός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[borborygme]], [[bruit des intestins]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. [[κορκορυγμός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[borborygme]], [[bruit des intestins]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. [[κορκορυγμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βορβορυγμός]] -οῦ, ὁ [[βορβορύζω]] gerommel (in de buik). Hp. | |elnltext=[[βορβορυγμός]] -οῦ, ὁ [[βορβορύζω]] [[gerommel]] (in de buik). Hp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[βορβορυγμός]]) [[βορβορύζω]]<br />[[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]], που προέρχεται από τη [[μετατόπιση]] των αερίων, τα οποία [[είναι]] ανακατωμένα με το εντερικό [[περιεχόμενο]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:37, 1 March 2024
English (LSJ)
ὁ, intestinal rumbling, Hp.Prog.11; belching, Suid.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 gorgoteo, medic. borborigmo Hp.Prog.11, Epid.4.56, Coac.275, Gal.17(2).31, Luc.Lex.20, Cael.Aur.CP 3.20.194.
2 eructo πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν β. Iambl.Fr.51, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, das Knurren, Kullern im Bauche, Diosc.; Luc. Lexiph. 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
borborygme, bruit des intestins.
Étymologie: DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. κορκορυγμός.
Russian (Dvoretsky)
βορβορυγμός: ὁ урчание в животе Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βορβορυγμός -οῦ, ὁ βορβορύζω gerommel (in de buik). Hp.
Greek Monolingual
ο (Α βορβορυγμός) βορβορύζω
γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο.