ἀλωπεκίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀλωπεκὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> νόθο [[γέννημα]] από [[σκύλο]] και [[αλεπού]] ([[αλλιώς]] [[κυναλώπηξ]])<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες<br /><b>3.</b> [[είδος]] αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το [[σχήμα]] της ουράς αλεπούς, [[αλεπίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ίς</i>].
|mltxt=ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)<br /><b>1.</b> νόθο [[γέννημα]] από [[σκύλο]] και [[αλεπού]] ([[αλλιώς]] [[κυναλώπηξ]])<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες<br /><b>3.</b> [[είδος]] αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το [[σχήμα]] της ουράς αλεπούς, [[αλεπίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ίς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλωπεκίς:''' -[[ίδος]], ἡ I. = [[κυναλώπηξ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀλωπεκίς:''' -ίδος, ἡ I. = [[κυναλώπηξ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπεκίς Medium diacritics: ἀλωπεκίς Low diacritics: αλωπεκίς Capitals: ΑΛΩΠΕΚΙΣ
Transliteration A: alōpekís Transliteration B: alōpekis Transliteration C: alopekis Beta Code: a)lwpeki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A mongrel between fox and dog, = κυναλώπηξ, X.Cyn.3.1.
II fox-skin cap, X.An. 7.4.4.
III kind of grape, so-called from its colour, Plin.HN 14.42.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 tipo de perro laconio que por su aspecto se consideraba producto del cruce entre perro y zorro, X.Cyn.3.1, Hsch., EM 988.
2 alopecis cierta clase de uva, Plin.HN 14.42.

German (Pape)

[Seite 113] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
casquette en peau de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωπεκίς: ίδος (ᾰ) ἡ
1 лисья шапка (у фракийцев) Xen.;
2 помесь лисы с собакой Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ, νόθον ζῷον μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = κυναλώπηξ, Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. εἶδος ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.

Greek Monolingual

ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)
1. νόθο γέννημα από σκύλο και αλεπού (αλλιώς κυναλώπηξ)
2. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες
3. είδος αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το σχήμα της ουράς αλεπούς, αλεπίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίς].

Greek Monotonic

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ I. = κυναλώπηξ, σε Ξεν.
II. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, στον ίδ.

Middle Liddell


I. = κυναλώπηξ, Xen.
II. a foxskin cap, Xen.

English (Woodhouse)

cap of fox-skin, fox-cub

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)